Blogger Template by Blogcrowds.

Πώς ερμηνεύεται το κείμενο ενός πεζογράφου όταν μεταφέρεται και παρατίθεται, στο πλαίσιο της διακειμενικότητας, εντός του κειμένου ενός άλλου πεζογράφου; Οι τρόποι με τους οποίους τα κείμενα του Παπαδιαμάντη έχουν παρατεθεί και βέβαια εξακολουθούν να παρατίθενται ή να εμπνέουν και, ως εκ τούτου, να αφήνουν τα ίχνη τους στα κείμενα άλλων συγγραφέων μέσω της ποικίλης διακειμενικότητας είναι, βέβαια, πολλοί και οπωσδήποτε πολύ διαφορετικοί. Κυμαίνονται, δε, από την πλήρη σχεδόν απόκρυψη της διακειμενικής επαφής (όπως στις περιπτώσεις που επισημαίνει ο Νάσος Βαγενάς, διαβάζοντας παράλληλα, αφενός, την «Έγκωμη» του Γιώργου Σεφέρη και το «Όνειρο στο κύμα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και, αφετέρου, το «Fog» του πρώτου και τον «Έρωτα στα χιόνια» του δεύτερου)[1] έως την ενσωμάτωση «παπαδιαμαντικού υλικού» από επιστολές, διηγήματα, τίτλους στο νέο (ή νεότερο) κείμενο – όπως γίνεται, επί παραδείγματι, στην ποίηση του Δημήτρη Κοσμόπουλου (έχω υπ’ όψιν μου το εκτενές Κρούσμα, Κέδρος, 22011) ή στο Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισαίου, του Μάνου Ελευθερίου (Καστανιώτης, 2001). Ο διάλογος, βεβαίως, δε γίνεται μόνον με τα κείμενα αλλά και με την ίδια τη μορφή του Παπαδιαμάντη ή με τη νοητή ανθρώπινη παρουσία του και κυμαίνεται και πάλι, από την έκταση ολόκληρων ποιημάτων, τα οποία, επιπλέον, μπορεί να φέρουν ως τίτλο το όνομά του (επί παραδείγματι, το «Παπαδιαμάντης» του Γιώργου Κοτζιούλα[2]), μέχρι τη συντομότατη (έως στιγμιαία, στη δεύτερη περίπτωση) αναφορά στον ίδιο και στο έργο του, όπως γίνεται στο διήγημα «Ο ντέτεκτιβ», από Το τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή[3] ή στο διήγημα «Από την Αθήνα στα Γιάννινα αεροπορικώς σε μια ώρα και ¾ της ώρας» (1934) του Χρήστου Χρηστοβασίλη[4]. Ο Παπαδιαμάντης, όπως είπαμε, έχει εισχωρήσει και ως ιστορικό πρόσωπο (όπως αληθινά/ιστορικά πρόσωπα του περίγυρού του είναι εκείνα που κατοικούν και στα δικά του πεζογραφικά και ποιητικά έργα[5]) σε κείμενα άλλων συγγραφέων, είτε ως πρωταγωνιστής (αρκετά τέτοια παραδείγματα έχουν συγκεντρωθεί στην αφιερωματική Ανθολογία Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ με τα μάτια νεότερων λογοτεχνών του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ) είτε και ως τριτεύον ή βουβό πρόσωπο (τέτοια είναι η περίπτωση της παρουσίας του, έστω και ψευδωνυμικής, στο μυθιστόρημα Τα δύο αδέλφια του Γιάννη Ψυχάρη).

Εδώ, ωστόσο, θα σταθούμε στο παράθεμα εκείνο από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Υπό την βασιλικήν δρυν» που ενσωματώνεται στο μυθιστόρημα Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, του Στράτη Μυριβήλη και στον εκεί σχολιασμό του.

Ως αρχική ιδέα παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα η αντίληψη ότι η τέχνη αναπαριστώντας τη φύση μπορεί να λειτουργήσει και θεραπευτικά. Έτσι, ο Στράτης Μυριβήλης βάζει τους δυο στρατιώτες-ήρωές του, τραυματίες κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, να αναγιγνώσκουν σελίδες από το διήγημα «Υπό την βασιλικήν δρυν» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη· θα αναγίγνωσκαν, δηλαδή, φράσεις σαν αυτές: «[…] ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρυν. Οποίον μεγαλείον είχεν! Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οι κλώνες της, γαμψοί ως η κατατομή τού αετού, ούλοι ως η χαίτη τού λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα τού δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα τής δρόσου…»[6] Ο άρρωστος στρατιώτης, φίλος του κεντρικού ήρωα του Μυριβήλη, ευχαριστήθηκε πολύ με την ανάγνωση της «Βασιλικής δρυός»: «— Είναι η χαρά τής γεροσύνης και της δύναμης, είπε με ενθουσιασμό στη φωνή. Αυτό είναι. Ένα τραγούδι τής υγείας. Σαν ύμνος, σαν δοξολογία. Η δρυς η βασιλική. Βουτά στέρεα τις ρίζες στο χώμα κι αγκαλιάζει τον ουρανό με τα μπράτσα της. Όμως…» Ο Βρανάς συνεχίζει για να διατυπώσει μια συγκλονιστική άποψη, πιθανότατα του ίδιου του Μυριβήλη, κατεξοχήν φυσιολάτρη και ενίοτε κυριαρχημένου από τη φύση συγγραφέα (όπως στην νουβέλα Ο Παν): «— […] Να… συλλογιόμουνα πως μολαταύτα υπάρχει μια αφάνταστη τραγωδία στα δέντρα. Εγώ… είμαι ένας δάσκαλος, και ποτές μου δε σκέφτηκα να κάνω ποίηση. [Παρατηρούμε εδώ με πόση διακριτικότητα ομολογεί ο Μυριβήλης μέσω του ήρωά του ότι (και αυτός)[7] εκλαμβάνει ως ποίηση το διήγημα του Παπαδιαμάντη]. Λοιπόν, τώρα δα που μου διάβασες αυτό το κομμάτι, κ’ εγώ τ’ άκουγα έτσι ακίνητος και φασκιωμένος σαν ένα βρέφος, στοχάστηκα μονομιάς αυτό το πράμα: Υπάρχει μια πικρή τραγωδία μέσα σ’ όλα τα δέντρα. Όλες αυτές οι βασιλικές δρυς, κι όλα τα πλατάνια κ’ οι λεύκες, ε; Λοιπόν όλα αυτά τα πλάσματα τού Θεού, που ξεχειλίζουν από δύναμη και υγεία, είναι καταδικασμένα σ’ όλη τους τη ζωή να μένουν αμετακίνητα. Για φαντάσου! Πολλά απ’ αυτά ζουν αιώνες. Και όλους αυτούς τους αιώνες, χιλιάδες μέρες και νύχτες, στέκουνται στην ίδια θέση… Ακόμα και να πάρει, συλλογίσου, φωτιά το δάσος, που όλα τα ζωντανά του θα τρέξουν όπου φύγει-φύγει να γλιτώσουν… Είναι φριχτό. Λοιπόν ένα μαμουνάκι, το πιο φτωχό απ’ όλα. Λογουχάρη ένα σκουληκάκι. Υπάρχει τίποτα πιο γυμνό από ένα σκουληκάκι; Ε, λοιπόν αυτό γράφει στα παλιά του την υγεία και τη δύναμη τής ”κραταιάς βασιλικής δρυός” τού Παπαδιαμάντη»[8].

Έτσι σχολιάζει μία από τις θεματικές πλευρές του διηγήματος ο ήρωας του Μυριβήλη. Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης φαίνεται να έχει προλάβει, κατά έναν τρόπο, την τόσο ένθερμα, και δικαίως, εκπεφρασμένη επιφύλαξη του ομότεχνού του, καθώς, λίγο αργότερα, στο ίδιο διήγημα, συνδυάζοντας τόσο απροσδόκητα και γι’ αυτό μαγικά τις Αμαδρυάδες νύμφες των αρχαίων Ελλήνων με τη θεραπεία του τυφλού από το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, αναφέρεται στο σημείο εκείνο όπου διαβάζουμε ότι ο τυφλός κατ’ αρχάς είδε τους ανθρώπους να περπατούν σαν κορμοί δέντρων και ύστερα τους είδε καθαρά (Κεφ. Η′, στ. 22-26). Πέρα, λοιπόν, από τις τόσες ερμηνείες και τους σχολιασμούς που έχουν γίνει με αφορμή αυτό το δημοφιλές αριστουργηματικό διήγημα του Παπαδιαμάντη, θα έπρεπε ίσως να ληφθεί υπ’ όψιν και μια πιθανή νύξη στην αρνητική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους: το έμψυχο δέντρο, οργανισμός αγνός και αυτάρκης, έδωσε τη θέση του στον δίποδο άνθρωπο, οργανισμό κάθε άλλο παρά αγνό και, επίσης, πλήρως εξαρτημένο, που, επιπλέον, απεργάζεται την καταστροφή της φύσης, όπως ο Βαργένης στο τέλος του διηγήματος. Με δεδομένο, δε, ότι στις παραπάνω επισημάνσεις οδηγηθήκαμε μέσω και της παράθεσης του αποσπάσματος και του αντίστοιχου σχολιασμού τής «Βασιλικής Δρυός» από τον Στράτη Μυριβήλη στη Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, γίνεται εδώ φανερή η δυνάμει συμβολή τής διακειμενικότητας στην καλύτερη κατανόηση τόσο του παραθέτοντος όσο και του παρατιθέμενου κειμένου.



Σημειώσεις


[1] Βλ. στο Νάσος Βαγενάς, Κινούμενος στόχος. Κριτικά κείμενα, Πόλις, 2011, σσ. 143-149, στο κείμενο με τον τίτλο «Σεφέρης – Παπαδιαμάντης: Ο έρωτας στην ομίχλη»· βλ. επίσης και την επιφύλαξη που διατυπώνει ως προς τη σχέση «Fog» – «Ο έρωτας στα χιόνια» ο Γιώργος Αριστηνός, στη βιβλιοκριτική του στο ένθετο Βιβλιοθήκη (εφημ. Ελευθεροτυπία), τχ. 672, 10 Σεπτεμβρίου 2011, σ. 3.

[2] Βλ. στο Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ με τα μάτια νεότερων λογοτεχνών, ανθολόγηση – επιμέλεια: Ηλίας Γκρης, Έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ, 2011, σ. 40.

[3] Βλ. στο Δημήτρη Χατζή, Το τέλος της μικρής μας πόλης. Διηγήματα, Ζώδιο, 1989, σ. 110: «Το πηγάδι είχε ξεραθεί, δεν το χρησιμοποιούσανε πια κ’ επειδή τα παιδάκια της γειτονιάς παίζαν όλη μέρα στην πλατεία, του ’χαν βάλει ένα ξύλινο σκέπασμα και το στερεώσαν όπως μπορούσαν καλύτερα πάνω στο χαμηλό φιλιατρό του, να μη πέφτουνε μέσα τα παιδάκια και γίνονται εκείνα τα δραματικά πράματα που διαβάζουμε στη ”Φόνισσα” κι άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη μας» (από το διήγημα «Ο ντέτεκτιβ»). Για τη σχέση του Δ. Χατζή με τον Αλ. Παπαδιαμάντη, βλ. και Άντεια Φραντζή, «Παρατηρήσεις πάνω σε μία μεταγραφή» και «Λίγα ακόμη για τον ”Ρεμβασμό…”», στο Ούτως ή άλλως: Αναγνωστάκης, Εγγονόπουλος, Καχτίτσης, Χατζής, Αθήνα, Πολύτυπο, 1988, σσ. 81-102, όπου, όμως, η ερευνήτρια θεωρεί λανθασμένα, όπως μόλις διαπιστώσαμε, ότι η πρώτη ρητή αναφορά του Δ. Χατζή στον Παπαδιαμάντη γίνεται το 1979 (21.12.79.) – η πρώτη ελληνική έκδοση της συλλογής Το τέλος τής μικρής μας πόλης είχε γίνει το 1963, ενώ και η οριστική έκδοση, με τις διορθώσεις του συγγραφέα, είχε κυκλοφορήσει το 1979.

[4] Βλ. στον τόμο Χρήστος Χρηστοβασίλης, Γιαννιώτικα Διηγήματα, Προλεγόμενα: Βασίλης Γκουρογιάννης, Επίμετρο: Δροσιά Κατσίλα, Ροές, 2007, σ. 191.

[5] Οπωσδήποτε τα ιστορικά – «επώνυμα», με συγκεκριμένο ιστορικό ρόλο, πρόσωπα διαφοροποιούνται από τα αληθινά πρόσωπα του ανθρώπινου περιβάλλοντος που εμπνέουν ένα συγγραφέα. Πάντως το ότι αυτά τα δεύτερα κατοικούν το λογοτεχνικό σύμπαν του Παπαδιαμάντη θεωρείται πλέον κοινός τόπος (ειδικά ύστερα και από την έκδοση του βιβλίου του Ιωάννη Ν. Φραγκούλα, Ανερεύνητες πτυχές της ζωής του Αλέξ. Παπαδιαμάντη (Ιωλκός, 1988, δεύτερη, επαυξημένη έκδοση το 2002), στο δεύτερο μέρος του οποίου ερευνώνται διεξοδικά τα βιογραφικά στοιχεία τής «Σκιαθίτικης προσωπογραφίας του παπαδιαμαντικού έργου»), ο οποίος φαίνεται πως συνεχώς πλουτίζεται με περαιτέρω καταθέσεις.

[6] Βλ. «Υπό την βασιλικήν δρυν» στο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τόμος τρίτος, Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα, 1984, σσ. 327-331, στον ψηφιακό δίσκο της έκδοσης από το Ίδρυμα του Θησαυρού της Ελληνικής Γλώσσας, «Ειδική έκδοση για τα 150 χρόνια από τη γέννησή του [του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη]», Υπεύθυνος έργου για το Ίδρυμα «Θ.Ε.Γ.»: Αναγνωστόπουλος Χ. Αθανάσιος.

[7] Βλ. σχετικά στο Νάσος Βαγενάς, Κινούμενος στόχος, Κριτικά κείμενα, Πόλις, 2011, σ. 144, όπου γίνεται ενδεικτική αναφορά στην πρόσληψη του Παπαδιαμάντη ως ποιητή από τους Νιρβάνα, Ελύτη, Σεφέρη.

[8] Βλ. Στράτη Μυριβήλη, Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 30ή έκδοση, 2005, σ. 40.

Σταυρούλα Γ. Τσούπρου

Πηγή: diastixo.gr

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα