Blogger Template by Blogcrowds.

Γιάννης Ρίτσος
(Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ’ έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ’ τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δυο – τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):

Άφησέ με νάρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια – δε θέλω να τα’ ακούσω. Σώπα.

Άφησέ με νάρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι άϋλη
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ’ η φθορά του.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ’ αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κ’ έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία που ασπρίσαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου – η λύπη μου
είναι που δεν ασπρίζει κ’ η καρδιά μου).
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
Μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

Συντάκτης: Εβίτα Λύκου

Μπορεί αυτή την περίοδο η εκκλησία της Ελλάδος να βρίσκεται στο μέσο μιας κρίσης που αποκαλύπτει πολλά δυσώδη και βορβορώδη για τους λειτουργούς της, η ίδια όμως έχει επιδείξει απαράμιλλο ταλέντο στο να κρίνει και να στιγματίζει οποιονδήποτε δεν συνάδει με τις θέσεις της και δεν ακολουθεί πιστά τα κηρύγματά της.

Ο χριστιανισμός ορίστηκε στις απαρχές του ως μια κοινότητα ισότιμων και αγαπημένων μελών. Ο μόνος τρόπος επιβίωσης της νέας θρησκείας και των μελών της ήταν ακριβώς αυτή η έννοια της κοινότητας. Έτσι λοιπόν, η μέγιστη ποινή για κάθε μη σύννομη πράξη ήταν η αποβολή από την κοινότητα, η εγκατάλειψη του μέλους και η αποκοπή του από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας. Αυτή η πρακτική τιμωρία πέρασε κατά τα βυζαντινά χρόνια στο τυπικό της Εκκλησίας και έλαβε διάφορες μορφές περισσότερο ή λιγότερο αυστηρές και απέκτησε μια σημασία συμβολική.
Στο μυαλό των χριστιανών ο αφορισμός συνδέθηκε με τους παγανιστικούς βρικόλακες αφού οι πατέρες της εκκλησίας όριζαν για τους αφορεσμένους ότι: «Εν τω ονόματι της αγίας τριάδας έχομεν και κυρίττομεν αυτούς αφορισμένους, κατηραμένους και ασυγχώρητους παρά πατρός, υιού και αγίου πνεύματος και έστωσαν μετά θάνατον άλυτοι και τυμπανιαίοι, αι πέτραι και ο σίδηρος λυθήσονται αυτοί δε ουδαμώς». Με το πέρασμα των αιώνων ο μικρός και ο μεγάλος αφορισμός (ακοινωνησία και ανάθεμα αντιστοίχως) εφαρμόστηκαν από την εκκλησία σε αιρετικούς, εχθρούς της πίστεως, εχθρούς και αντιπάλους των κατά τόπον μητροπολιτών και αρχιερέων.
Δεν ήταν λίγες οι φορές λοιπόν που ο αφορισμός χρησιμοποιήθηκε ως μέσω λογοκρισίας σε μια προσπάθεια της εκκλησίας να αποτρέψει τους πνευματικούς ανθρώπους της κάθε εποχής από το να σκέφτονται και να κρίνουν. Λογοτέχνες επιστήμονες και πολιτικοί έπεσαν θύματα της απολυταρχίας μιας εκκλησίας που δύσκολα θα μπορούσε να διατηρήσει τα προνόμια της και την κυριαρχία της πάνω σε αυτόβουλα όντα. Γνωστές είναι οι περιπτώσεις του αφορισμού των Ρήγα Φεραίου, Αλέξανδρου Υψηλάντη και Ελευθερίου Βενιζέλου, και μάλιστα σε εποχές που το έθνος είχε απόλυτη ανάγκη την ενότητα και την σύμπνοια πολιτικών και θρησκευτικών δυνάμεων. Στην νεοελληνική λογοτεχνία έχουμε το παράδειγμα τριών λογοτεχνών που κυνηγήθηκαν από την εκκλησία με όλους τους δυνατούς τρόπους και που σήμερα η αξία του έργου τους είναι αναμφισβήτητη.

Ανδρέας Λασκαράτος
Ανδρέας Λασκαράτος
Ο Ανδρέας Λασκαράτος υπήρξε σπουδαίος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος. Εκ Κεφαλληνίας καταγόμενος, δεν έχασε ποτέ του το χαρακτηριστικό επτανησιακό μπρίο, που τον έβαλε μάλιστα σε μεγάλους μπελάδες όταν η πένα του στράφηκε κατά των εκκλησιαστικών αρχών. Ο Λασκαράτος ήταν διακριτό μέλος των επτανησιακών φιλολογικών κύκλων, με σπουδές στο Παρίσι και στην Πίζα και με πνεύμα αντιδραστικό –όπως όλοι οι Κεφαλλονίτες. Από τα πρώτα του κείμενα φάνηκε η διαφωνία του με τα τεκταινόμενα στην εκκλησία της Κεφαλονιάς. Ακόμα όμως κι αν οι τοπικοί ιεράρχες των ανέχονταν ως ένα βαθμό, μετά τη δημοσίευση των Μυστηρίων της Κεφαλονιάς το 1856, όπου ειρωνεύεται και καυτηριάζει την αμάθεια και την υποκρισία του κλήρου, η ανοχή εξαντλήθηκε. Ο μητροπολίτης Κεφαλληνίας Σπυρίδωνας Κοντομιχάλης προβαίνει σε αφορισμό του συγγραφέα με την υποστήριξη του φανατισμένου όχλου. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε τον λόγο της ενόχλησης των δεσποτάδων όταν η γραφή του Λασκαράτου ξεσκεπάζει τους βολεμένους κληρικούς και τους τσιγκλάει σαν αγκάθι στο πλευρό: «Μπορούνε να ειπωθούνε οπαδοί του Χριστού, επειδή πιστεύουνε πως η θεότητα είναι τρισυπόστατη, ενώ η πραγματική τους θεότητα είναι το νιτερέσο τους;» αναρωτιέται ο Λασκαράτος.
 Ο αφορεσμός του επαναλαμβάνεται και την επόμενη χρονιά κι έτσι ο Λασκαράτος καταφεύγει στο Λονδίνο για να λήξει η ένταση. Τον επόμενο χρόνο επιστρέφει στο νησί αλλά οι περιπέτειές του δεν τελειώνουν εδώ αφού περνά 4 μήνες φυλακισμένος στο Σωφρονιστήριο της Κεφαλονιάς μετά από ερήμην καταδίκη του, εξαιτίας της κυκλοφορίας της καυστικής εφημερίδας Λύχνος. Το 1867 εκδίδει την Απόκριση εις τον Αφορεσμόν του Κλήρου της Κεφαλονιάς τω 1856 και μπαίνει σε νέους μπελάδες και νέα δικαστική διαμάχη, αυτή τη φορά όμως το σώμα των ενόρκων τον αθωώνει. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το διήγημα του Όνειρο στο οποίο εμπαίζει ολόκληρο τον κλήρο και μαζί όλα τα ιερά και τα όσια. Στο διήγημα αυτό ονειρεύεται, λέει, πως πέθανε και πήγε, εξαιτίας του αφορισμού του, στην κόλαση όπου συνάντησε ένα σωρό Ιερείς, Αρχιερείς και Πατριάρχες να απολαμβάνουν περιποιήσεις ως φιλοξενούμενοι του Εωσφόρου στην κόλαση! Απευθυνόμενος μάλιστα σε γνωστό του Δεσπότη λέει τα εξής χαριτωμένα: «Μα βλέπω που αφορεσμένοι κι αφορεστάδες εις την ίδια τρύπα του Διαόλου καταντάμε!».
 Στα 1899 ο ιερέας Γεράσιμος Δορίζας, φίλος και θαυμαστής του συγγραφέα, ζήτησε και πέτυχε, μέσα από περίπλοκες διαδικασίες και με το Λασκαράτο να αρνείται κατηγορηματικά να απολογηθεί, την άρση του αφορισμού. Ο Ανδρέας Λασκαράτος πέθανε ενάμιση χρόνο μετά στις 24 Ιουλίου του 1901 και κηδεύτηκε με όλες τις τιμές, ενώ η σπουδαιότητα του ως συγγραφέα έχει αναγνωριστεί στην Ελλάδα και την Ευρώπη.

Εμμανουήλ Ροΐδης
Εμμανουήλ Ροΐδης
Το 1866 εκδίδεται στην Αθήνα ένα βιβλίο που έμελλε να ταράξει τα νερά των λογοτεχνικών κύκλων της εποχής και να φέρει φουρτούνα στους εκκλησιαστικούς. Η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, ένα βιβλίο το οποίο επιγράφεται ως Μεσαιωνική Μελέτη και βρίθει παραπομπών και υποσημειώσεων, είναι στην ουσία ένα σατυρικό μυθιστόρημα που, σύμφωνα με τον καθηγητή λογοτεχνίας κύριο Δημήτρη Δημηρούλη, υπονομεύει τόσο το λογοτεχνικό θεσμό όσο και τις κοινωνικές συμβάσεις. Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στη νόθα κόρη μιας χηνοβοσκού που με ένα σωρό δολοπλοκίες φτάνει τελικά στο ύπατο αξίωμα της Καθολικής εκκλησίας. Γίνεται Πάπας –Πάπισσα δηλαδή, κρύβοντας το φύλο της, και πεθαίνει με τον πλέον σκανδαλιστικό τρόπο φέρνοντας στον κόσμο το παιδί του εραστή της μπροστά στα μάτια του χριστεπώνυμου πλήθους που περιμένει την ευλογία του Ποντίφικα. 
Ο Ροΐδης δεν χάνει την ευκαιρία να ειρωνευτεί την ανηθικότητα και την υποκρισία του κλήρου, αυτού του βυθισμένου στην αμαρτία που άλλο δεν κάνει παρά να καλοπερνά και να στηλιτεύει τα δήθεν ανομήματα των καθημερινών ανθρώπων. Η εκκλησία αντιδρά μανιασμένα, ζητά την επέμβαση του εισαγγελέα, αποκηρύσσει το σατανικό βιβλίο και κηρύττει αφορεσμένους όσους τολμήσουν να το διαβάσουν. Υπάρχει μια ασάφεια σχετικά με το αν αφορίστηκε και ο ίδιος ο Ροΐδης για μικρό χρονικό διάστημα πριν ανακληθεί ο αφορισμός του, ή αν τελικά δεν αφορίστηκε καθόλου, το βέβαιο όμως είναι ότι πολεμήθηκε πολύ σκληρά από τους εκκλησιαστικούς άρχοντες. 
Ο Ροΐδης αντιδρά στον πόλεμο που δέχεται, αφενός με μια άμεση επιστολή προς απάντηση της εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου Περί αποκηρύξεως Βλάσφημου και Κακοήθους Βιβλίου, και με τις Επιστολές Αγρινιώτου, τέσσερις επιστολές τις οποίες υπογράφει ως Διονύσιος Σουρλής και οι οποίες αποτελούν ένα καταπληκτικό δείγμα της γραφής του Ροΐδη, σαρκαστικές, δεικτικές, καυστικές και πανέξυπνες. Με το θαυμάσιο ύφος του, και με όπλο μια τεράστια βιβλιογραφία απ’ όπου αντλεί παραπομπές που υποστηρίζουν τις θέσεις του, ο Ροΐδης δεν αφήνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Υπερασπίζεται την ελευθερία του λόγου, το δικαίωμα του στην αδέσμευτη έκφραση και πάνω απ’ όλα κατατροπώνει τους υποκριτές ιεράρχες με τον πλέον δηκτικό τρόπο. Κλείνοντας την Απάντηση του προς την εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου, και αφού έχει σχολιάσει τον θρησκευτικό μεσαίωνα που επιδιώκει να διατηρήσει η εκκλησία, γράφει: «ο καιρός ίσως δεν είναι μακράν ότε θα είπωσι και οι Έλληνες: Δεν θέλομεν πλέον να ήμεθα Βυζαντινοί αλλά Χριστιανοί! και τότε άγιοι μου Πατέρες, όταν η ηώς αυτή και εφ’ ημάς ανατείλη, αν επιμένετε ακόμη θεωρούντες ως καταχθόνιον δαίμονα τον συγγραφέα της Ιωάννας, θέλετε αναγκασθή τουλάχιστον αντί Σατανά ονομάσετε αυτόν Εωσφόρον».

Νίκος Καζαντζάκης
Νίκος Καζαντζάκης
Ένας από τους σπουδαιότερους νεοέλληνες πεζογράφους που προκάλεσε τις εκκλησιαστικές αρχές, όχι γιατί ειρωνεύτηκε την κοσμικότητα της εκκλησίας, αλλά λόγου του ανήσυχου πνεύματος του, της υπαρξιακής αγωνίας και των φιλοσοφικών του αναζητήσεων. Ο Καζαντζάκης χαρακτήριζε ο ίδιος τον εαυτό του πολίτη του κόσμου και ως τέτοιος στοχαζόταν μακριά από τον συντηρητισμό και τη στενομυαλιά της ελληνικής κοινωνίας. Επιπλέον, εκτός του ότι είχε δεχθεί την επίδραση ανατολίτικων θρησκειών και κυρίως του Βουδισμού, ο Καζαντζάκης ήταν και μέλος της Τεκτονικής Στοάς των Αθηνών. Μια προσωπικότητα λοιπόν που αν μη τι άλλο ενοχλούσε την εκκλησιαστική ηγεσία της εποχής. 
Το 1953 η εκκλησία ζητά το διωγμό του Νίκου Καζαντζάκη πριν ακόμα εκδοθεί ο Τελευταίος Πειρασμός, ο συγγραφέας απαντά στις απειλές για αφορισμό λέγοντας: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι πατέρες, σας δίνω κι εγώ μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδηση σας τόσο καθαρή, όσο είναι η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Ο Πάπας συμπεριλαμβάνει τον Τελευταίο Πειρασμό στο Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης δεν δίνει την παραμικρή σημασία στις απειλές και τις διώξεις, συνεχίζει να γράφει και να προσφέρει μέχρι το θάνατο του το 1957 στη Γερμανία. Η κηδεία του έγινε στο Ηράκλειο χωρίς εκκλησιαστική τελετή. Πάνω στον τάφο του είχε ζητήσει να αναγραφεί η γνωστή βουδιστική φράση: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα. Είμαι ελεύθερος».
 Το ειρωνικό είναι ότι όπως αποκάλυψε η έρευνα της δημοσιογράφου Ελένης Κατσουλάκη χρόνια μετά, ο αφορισμός του Καζαντζάκη δεν ίσχυσε ποτέ στην πραγματικότητα, αφού δεν είχε υπογραφεί, όπως απαιτείται, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Τα έργα του Καζαντζάκη γνωρίζουν ακόμα και σήμερα τεράστια επιτυχία, όμως οι αντιδράσεις τις εκκλησίας δεν έλειψαν με τον θάνατο του συγγραφέα. Το 1975 η ελληνική τηλεόραση ετοιμάζεται να προβάλει σε συνέχειες το έργο του Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται αντιδρά έντονα: «Η Ιερά Σύνοδος κατά την σημερινήν αυτήν συνεδρίαν, πληροφορηθείσα ότι υπάρχει πρόθεσις προβολής από της τηλεοράσεως του βλασφήμιου έργου του Ν. Καζαντζάκη Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, περί του οποίου από πολλών ετών η Εκκλησία, απεφάνθη ότι είναι δυσσεβές και αντιχριστιανικόν, απεφάσισε να προβή εις αμέσους εντόνους ενεργείας παρά τοις αρμοδίοις προς αποτροπήν της τοιαύτης προβολής, η οποία θα σκανδαλίσει και θα βλάψει πνευματικώς το Χριστεπώνυμον πλήρωμα της εκκλησίας της Ελλάδος...». Επιπλέον, ο Τελευταίος Πειρασμός του Μάρτιν Σκορτσέζε αντιμετωπίζει από το 1988 τις κλειστές πόρτες των ελληνικών κινηματογραφικών αιθουσών, ενώ την χρονιά που μας πέρασε και ενώ επρόκειτο να προβληθεί από τον τηλεοπτικό σταθμό Star, η προβολή του ακυρώθηκε χάρη στην αντίδραση της αρχιεπισκοπής εκ μέρους σκανδαλιζόμενων χριστιανών.

Από το ηλεκτρονικό περιοδικό π@π@κι του Παντείου
http://www.medialab.panteion.gr:8080/papaki

Πηγή: alfavita.gr


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
  Παρήλθον αι εορταί του Πάσχα. Την εβδομάδα του Θωμά, η γραία Χαδούλα, βοηθουμένη από την μικράν κόρην της, την Κρινιώ, έπλυνεν εντός της ευρείας αυλής του κυρ Αλέξανδρου του Ροσμαή, γέροντος προκρίτου, όστις ήτο σύντεκνός της, και της είχε βαπτίσει σχεδόν όλα τα τέκνα. Εις το υπόστεγον μέρος της αυλής το καλούμενον Λαδαρειό, δίπλα εις την πελωρίαν ξυλίνην καρούταν, ομοιάζουσαν πολύ με την Κιβωτόν του Νώε, όπως την ζωγραφίζουν, πλησίον εις το φρέαρ, και όπου η αναθάλλουσα τεραστία μορέα εξέτεινε τους μεγάλους καταπρασίνους κλώνους της, ως χιαστήν ευλογίαν διδομένην σταυροειδώς εις αξίους και αναξίους, ο μικρός κήπος φραγμένος με δρύφρακτα εξεδίπλωνε πολύχρωμα μεθυστικά άνθη εις δρόσον γλυκασμού και τρυφήν ομμάτων δι’ όλα του Θεού τα πλάσματα· δίπλα εις την μικράν κάμινον με την κτιστήν στέρναν των στεμφύλων, είχεν η Φραγκογιαννού την μεγάλην, βαθείαν σκάφην της, παραπλεύρως ταύτης άλλην σκάφην η Κρινιώ, και ακούραστοι αι δύο από δύο ημερών έπλυνον, εμπουγάδιαζαν, εξέβγαιναν, άπλωναν, εστέγνωναν, εμάζευαν, και ακόμα δεν είχον τελειώσει την καλήν των εργασίαν.
  Την δευτέραν ημέραν η Φραγκογιαννού είχεν ενοχληθή μεγάλως από τα τρεξίματα, τους θορύβους και τα καμώματα ενός σμήνους μικρών παιδίων και κορασίων, τα οποία εισήλαυνον εντός της αυλής κ’ εθορύβουν. Σχεδόν όλα τα παιδιά της γειτονιάς, δέκα ή δεκαπέντε τον αριθμόν, εισέβαλλον εις την αυλήν, έτρεχαν εδώ-εκεί, εχοροπηδούσαν, εκυνηγούντο γύρω-γύρω εις την καρουτάν, έπαιζον το κρυφτάκι, έσκυπταν εις το φρέαρ. Νάρκισοι δια να ιδούν την σκιάν των εις το είδωρ, με κίνδυνον να πέσουν μέσα, εξέβαλλον μεγάλας, ανάρθρους φωνάς, ως Ήχοι, θυγάτρια κρυπτόμενα όπισθεν της καρούτας, εις τα σκοτεινά στενώματα, όπου τα έθελγεν ο παιγνιώδης φόβος – και όλα ταύτα με μεγάλην παιδικήν αδιακρισίαν και φορτικότητα μη αφίνοντα την φίλεργον γραίαν και την κόρην της να κάμουν ήσυχαι την εργασίαν των.
  Δύο πύλας είχεν η ευραία αυλή, την μεγάλην και την μικράν. Και τας δύο τας είχε κλείσει επανειλημμένως η Γιαννού με τον μοχλόν, ήμε τον μάνδαλον, ελπίζουσα να εύρη ησυχίαν· κ’ αι δύο ευρίσκοντο μετ’ ολίγον ανοικταί εκάστοτε· τούτο διότι και οι ένοικοι ελάμβανον συχνά ανάγκην να εισέλθουν ή να εξέλθουν, και άλλοι εκτός των παιδίων έξωθεν ήρχοντο, συγγενείς ή φίλοι της οικίας. Έκαμε παραστάσεις εις την σεβασμίαν γερόντισσαν, την οικοκυράν, ήτις επανειλημμένως εμάλωνε τα παιδία, όλως αλυσιτελώς. Παρεπονέθη εις δύο γειτόνισσες, μητέρας τινών εκ των θορυβούντων παιδίων. Αυταί της απήντησαν ότι να «κυττάζη τη δουλειά της, και να μην κάμη κουμάντο ‘σε ξένο βίο».
  Κοντά το μεσημέρη, η Γιαννού έστειλε την Κρινιώ στο σπίτι, δια να φέρη ψωμί και φάβα, την οποίαν είχεν είπει ότι θα έβραζεν η Αμέρσα – ήτις είχε πάντοτε τον αργαλειόν της εις το σπίτι, και δεν συνείθιζε να λαμβάνη μέρος εις την πλύσιν και άλλας εξωτερικάς εργασίας – δια να γευματίσουν.
  Η Φραγκογιαννού έμεινε προς ώραν μόνη, εξακολουθούσα να πλύνη. Την ώραν εκείνην υπήρχον εντός της αυλής μόνον δύο ή τρία κοράσια, τα οποία δεν εθορύβουν κι’ αυτά ολιγώτερον από τα παιδία. Αφότου μάλιστα είχεν ιδρυθή εις το χωρίον σχολείον των θηλέων, τα κοράσια είχον μεγάλως ξυπνήσει. Η κυρά δασκάλα πολλά γράμματα δεν τα εδίδασκεν, ακόμη ολιγώτερα χειροτεχνήματα, αλλά μόνον τα εμάνθανε «να λάβουν θάρρος» και να μην κάνουν «σαν σκιασμένα» και σαν «βουνίσια», και εκήρυττεν ότι ήτο καιρός πλέον να «χειραφετηθώσιν».
  Η Φραγκογιαννού τα εμάλωσεν επανειλημμένως, αλλ’ αυτά δεν άκουαν. Το εν μάλιστα θυγάτριον, μόλις επτά ετών, της γειτόνισσας της Προπαντίναςμ η Ξενούλα, άρχισε να περιγελά την γραίαν με μιμικάς κινήσεις των χειρών και του στόματος.
  Στιγμήν τινα, τα δύο άλλα κοράσια έτρεξαν έξω της αυλής, η δε Ξενούλα, μείνασα, έκυπτεν εις το φρέαρ, κ’ εζητούσε, με μίαν βέργαν, να φθάση και ταράξη το νερόν. Έκυπτεν επιμόνως αλλ’ η βέργα ήτο πολύ κοντή και δεν έφθανε.
  - Έ Θεέ μου, και νάπεφτες μέσα, Ξενούλα! Είπε με αλλόκοτον γέλωτα η Φραγκογιαννού. Τι λευθεριλα θάκανες της μάνας σου!
  - Έ! Σε μου, ται νάμπεμπες μπέσα! Εμιμήθη παρωδούσα την φωνήν ξ Ξενούλα! Τσι λελυγιά τσάκαλες τσης μπάμιας σου!
  Είχεν ανασηκωθή ολίγον, και πάλιν έκυψε βαθύτερον ή πριν.
  Το στόμιον του πηγαδιού τετράγωνον ήτο φραγμένον με σανίδας ανίσου πλάτους ώστε αι πλευραί δεν είχον το αυτό ύψος. Η μικρά σανίς, εφ’ ης έκυπτεν η Ξενούλα, ήτο χαμηλοτέρα των άλλων τριών, φθαρμένη, ολισθηρά φαγωμένη από την προστριβήν του σχοινίου του κουβά, δι’ ου ήντλουν ύδωρ, με σκουργιασμένα καρφιά, σάπρα και κινουμένη. Καθώς έσκυψεν η παιδίσκη, εστηρίχθη όλη, με το βάρος του σώματος επί της εριστεράς χειρός, επάνω εις αυτήν την σανίδα, εγλίστρησεν, η σανίς ενέδωκεν, εξεκόλλησεν από την μίαν άκραν, και η Ξενούλα έπεσε κατακέφαλα μέσα εις το χάσκον στόμα του φρέατος. Ηκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, και είτα μέγας πλαταγισμός εις το ύδωρ.
  Η επιφάνεια του νερού ήτο μίαν και ημίσειαν οργυίαν κάτω του στομίου, το δε βάθος του νερού πρέπει να ήτο μιας οργυιάς.
  Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού ηθέλησε να φωνάξη και να τρέξη εις βοήθειαν. Αλλά την μεν κραυγήν της, η ιδία έπνιξεν εις τον λάρυγγα, πριν την εκβάλη, αι δε κινήσεις παρέλυσαν και το σώμα της επάγωσεν. Αλλόκοτος στοχασμός της επήλθεν εις τον νουν. Ιδού ότι μόλις σχεδόν ως αστεϊσμόν είχεν εκφέρει την ευχήν, να έπιπτεν η παιδίσκη μέσα στο πηγάδι, και ιδού έγεινεν! Άρα ο Θεός (ετόλμα να το σκεφθή;) εισήκουσε την ευχήν της, και δεν ήτο ανάγκη να επιβάλη πλέον χείρας, αλλά μόνον ήρκει να ηύχετο και η ευχή της εισηκούετο.
  Μετά μίαν στιγμήν, έλαβεν απόφασιν να έλθη μέχρι του στομίου του φρέατος, να κύψη και να ιδή εις το βάθος. Είδε την αγωνίαν της μικράς κόρης, ασπαιρούσης μέσα εις το νερόν, είπε καθ’ εαυτήν ότι, και αν ήθελε, δεν θα ηδύνατο να την σώση. Αλλά βεβαίως, αν επνίγετο… αυτήν θα κατηγόρουν! Να κράξη τώρα βοήθειαν, ήτο αργά. Αργά ίσως θα ήτο δια να σωθή η μικρά, αλλά πιθανώς δεν θα ήτο αργά δια να δείξη αυτή την αθωότητά της. Και όμως δεν απεφάσισε να κράξη. Καλλίτερον θα ήτο, αν αμέσως το είχε κάμη. Αλλ’ οποία κακή τύχη! Πως την επαίδευεν η αμαρτία! Αν ήτον τώρα η Κρινιώ εδώ, πόσον ευκταίον θα ήτο! Εκείνη βεβαίως θα ήτον ικανή να κατέλθη ξυπόλητη εις το νερόν – διότι το πηγάδι, όπως συνήθως συμβαίνει, είχε πατήματα εις τους εσωτερικούς τοίχους, εσοχάς εντός του κτιρίου των λίθων, αν και ίσως πολύ επικίνδυνους και ολισθηράς – και πιθανόν ήτο να κατώρθωνεν η Κρινιώ να σώση την μικράς κορασία. Τώρα όμως ήτο απελπισία και θάνατος!
  Εις αυτάς τας στιγμάς, η Φραγκογιαννού είχε λησμονήσει την πρώτην ιδέαν της – ότι ο Θεός ηθέλησε να εισακούσθη η ευχή της και να πνιγή η παιδίσκη. Είτα ευθύς πάλιν ο λογισμός ούτος της επανήλθεν εις τον νουν – και ακουσίως εγέλασε πικρόν γέλωτα.
  Εν ριπή οφθαλμού απεφάσισε τι έπρεπε να κάμη.
  «Ας πάω στο σπίτι, είπε μέσα της, θα προφασισθώ, το Κρινιώ αργεί να έλθη – ίσως να μην είν’ έτοιμο το φαΐ – πως πείνασα τάχα πολύ, κ’ επροτίμησα να φάμε όλοι στο σπίτι, για να βγάλω απ’ τον κόπο και το Κρινιώ, να κουβαλά».
  Και εν ακαρεί, αφού ετοποθέτησε την σκάφην με όσα ρούχα είχε μισοπλιμένα ακόμη όπισθεν της καρούτας, εις μέγα ξύλινον αμπάριον, το οποίον εκλείδωσε, κ’ έβαλε το κλειδίον στην τσέπην της, εξήλθε τρέχουσα από την αυλήν, δια της μικράς πύλης, την έκλεισεν έξωθεν εις το μάνδαλον και απήλθεν.

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα