Blogger Template by Blogcrowds.


Στρατής Μυριβήλης
  Σκεφτήκατε καμμιά φορά πως δεν έχουμε μια αληθινή ζητωκραυγή;
  Δεν έχουμε μια λέξη που να ‘ναι επιφώνημα ενθουσιασμού ή παρόρμησις όπως έχουν όλοι οι λαοί. Και δεν έχουμε γιατί κι αυτό το ζήτημα άφησε τη σφραγίδα του ο δασκαλισμός, που μας μάρανε όσο του ήταν δυνατόν, κάθε δροσιά γνήσιας έκφρασης όλο τον πρώτο αιώνα της Εθνικής μας ελευθερίας. Έτσι μας επέβαλε για κραυγή ενθουσιασμού τη προσταχτική του ρήματος «ζω».
  - Ζήτωω!
  Μια λέξη ψόφια από ήχο. Όλα της είναι βουβά. Και τα σύμφωνα της και τα φωνήεντά της. Ζήτα, ζζ, ιι, οοό. Τη στιγμή που η ψυχή χουχλακίζει από ενθουσιασμό και γυρεύει μια ηχηρή διέξοδο όπως ο ατμός που ορμά μέσα στη σφυρίχτρα του καραβιού, οι σχολαστικοί εκείνοι άνθρωποι πρόσταξαν αυτή την ψυχική έκρηξη να περάση μέσα απ’ τη τρύπα της σακοράφας. Διότι αυτό συμβαίνει. Το στόμα κλείνει σφίγγουνται τα δόντια να βγη κείνο το ζήτα και στο τέλος στρογγυλεύει, κλείνει πάνω στο ω.
  Έτσι, η κραυγή της χαράς, του ενθουσιασμού, ψοφάει, ρίχνει τα φτερά της και γελοιοποιείται.
  Το μόνο φωνήεντο που αφήνει ελεύθερα τα χείλια για να περάσει άνετα και με συνέχεια η φωνή του ανθρώπου είναι το άλφα.
  - Ουρρααά! Φωνάζουν οι ξένοι, και σειούνται τα τζάμια και τρέμει ο αγέρας. Και βάζουν πριν από το α ένα καταρράχτη από ρο που εκβάλλει απ’ την ανοιχτή πύλη του α. Κι εμείς νιουρίζουμε την προσταχτική του ρήματος ζω. Κι όταν πρόκειται να ζητωκραυγάσουμε για πρόσωπα ή για πράγματα περισσότερα από ένα, αναγκαζόμαστε να κάνουμε ένα απίστευτο σολοικισμό. Βάζουμε τον τρίτο ενικό της προσταχτικής με αντικείμενο στο πληθυντικό.
  - Ζήτωσαν οι ήρωες του εικοσιένα! Τελειώνει τον πανηγυρικό του ο ρήτορας, της 25ης Μαρτίου.
  Και ο λαός απαντά σόλοικα.
  - Ζήτω!
  Γιατί είναι αδύνατον να μεταβάλλει σε κραυγή μια λέξη που τελειώνει σε νί! Ο δασκαλισμός δεν τα κατάφερε να παρασύρη τον κόσμο να ξεφουρνίση αυτή την ελληνικούρα, με τον ίδιο τρόπο που μας φόρτωσε τη λέξη οδός, αντί δρόμος χωρίς να κατορθώση να επιβάλη και τη γενική της «οδού» καθώς και τις άλλες πτώσεις: «τας οδούς» «των οδών» κ.τ.λ.
  Κι άλλη φορά είχα ασχοληθή μ’ αυτό το ζήτημα, που μου φαίνεται πολύ περισσότερο ενδιαφέρον απ’ ότι φαίνεται. Είμαστε που είμαστε δισταχτικοί και συμμαζεμένοι στις εκδηλώσεις μας ως λαός. Η αίσθηση του γέλιου είναι ανεπτυγμένη στον Έλληνα σε βαθμό υπερβολικό, και του περιορίζει τις ψυχόρμητες διαθέσεις των εκδηλώσεών του κι εκεί ακόμα που δεν πρέπει, ενώ κατά βάθος, πολύ συχνά νιώθουμε την ανάγκη να βρούμε μια διέξοδο στη συναισθηματική μας κατάσταση. Μας είχαν βάλει και το φίμωτρο της καθαρεύουσας στο στόμα, και το αποτέλεσμα ήταν αυτές οι ομαδικές εκδηλώσεις μας που τέλειωναν κατά κανόνα σε θλιβερά μουρμουρίσματα, και μόλις δημιουργείτο πραγματικός ενθουσιασμός που γύρευε δικλείδα να ξεθυμάνη, κατέληγε σε πανδαιμόνιο ασυναρτησίας. Φωνάζουν τότες όλες τις κραυγές που έρχουνταν στο στόμα εκτός απ’ το επίσημο «Ζήτω» και το ηλίθιο «Ζήτωσαν». Οι πρόσκοποί μας, αναγκάστηκαν να πάρουν το ξενικό «ούρρα» και έλυσαν το ζήτημα μ’ αυτό το δάνειο. Μ’ αυτό δεν είναι λύση. Θαυμάσιο είναι το ούρρα στα ξενόγλωσσα λαρύγγια, για τα ελληνικά φωνητικά όργανα είναι ξένο γιατί μυρίζει από μακριά.
  Ο λαός μας, όταν ήρθε η ώρα να ξεσπάση στο στόμα του η κραυγή της μάχης, βρήκε μόνος του τη λύση. Ήταν στον πόλεμο του 1912 και επρόκειτο να γίνη η εξόρμηση στο Κιλκίς. Οι αξιωματικοί διέταξαν «εφ’ όπλου λόγχη» κατόπι, «έφοδο» και όλοι να ορμήσουν με μια κραυγή: Ζήτω! Και οι φαντάροι μας ώρμησαν με τη κραυγή «αέρα!» που σάρωσε τους βουλγάρους απ’ τα χαρακώματά τους.
  Μετά την πολεμική κραυγή ο ελληνικός λαός βρήκε τον εαυτό του, δημιουργώντας επί του πεδίου μάχης το νέο, το σωστό επιφώνημά του, που καθιερώθηκε αυθόρμητα σε όλους τους πολέμους που κάναμε από τότες. Σπουδαία η λύση που έδωκε ο φαντάρος. Η κραυγή «αέρα» έχει τον καταρράχτη «άλφα». Δυστυχώς, όσο ιδεώδης είναι αυτή η πολεμική ανακάλυψη, του έλληνα στρατιώτη για την ώρα της εφόδου με την λόγχη, τόσο ακατάλληλη είναι για τις άλλες περιπτώσεις. Δεν γίνεται βέβαια να τη φωνάξη ο κόσμος τις ώρες εορτάσιμου ενθουσιασμού, μ’ όλο που θα ήταν ότι χρειάζεται για να εκδηλώση τα αισθήματά του ακούγοντας προεκλογικούς λόγους των κοινοβουλευτικών ρητόρων.
  Πριν ο λαός μας καθιερώση το φωνητικό του εύρημα την ώρα της μάχης, μεταχειριζόταν τα παλαιότερα χρόνια στον πόλεμο, καθώς και στον πετροπόλεμο που έκαναν τα παιδιά, και πολλές φορές και οι μεγάλοι, άλλες κραυγές παρακελευσματικού ενθουσιασμού.
  Ήταν οι κραυγές «γιούργια» «Γιάλλα!». Μ’ αυτές κάναν τα γιουρούσια τους και οι πολεμιστές του Εικοσιένα. Είναι οι πολεμικές κραυγές της Ανατολής. Από τη πρώτη μάλιστα, ο λαός μας έφτιασε και το ρήμα «γιουργιάρω» που σημαίνει ομαδική επίθεση. Δείτε όμως, πως εκείνο το «γιάλλαα» μοιάζει με την  αρχαία κραυγή «αλλαλαά» Γι’ αυτήν έχουμε την βεβαιότητα πως την επρόφεραν έτσι, γιατί έχουμε και το ρήμα «αλαλάζω» που θα πη «φωνάζω αλλαλά»! Δεν συμβαίνει βέβαια το ίδιο με την αρχαία κραυγή «ελελεύ» που ασφαλώς δεν την πρόφεραν έτσι. Αλλιώτικα με αυτό το τελικό «ευ» θα ήτανε μια κραυγή εντός βουλωμένης μπουκάλας.
  Τι θα γίνη λοιπόν;
  Μακάρι να βρεθή ένας άνθρωπος, ή μία νέα έκρηξη λαϊκή, που να μας σώση απ’ αυτό το γελοίο «ζήτω» και το σόλοικο, «ζήτω τα ελληνόπουλα». Κάποτε θα κριθή πως είναι άξιος εθνικής ευγνωμοσύνης, αυτός ο μέλλων ξεκλειδωτής της ελληνικής οδοντοστοιχίας.
  Γένοιτο!


Μύθος

Στρατής Μυριβήλης
  Μέσα στην καφτερήν ηλιοκαταιγίδα που έδερνε το χωράφι στο καταμεσήμερο, έπεσε – ολότελα φυσιολογικά – μι’ αχυρουλή φρέσκη καβαλίνα. Είτανε τέλεια στη φόρμα της, ολόξανθη, σαν ένας βώλος χρυσάφι, και κάπως ρομαντικά, σαν πούναι λίγο – πολύ όλες οι ξανθές αναιμικές ντεμουαζέλες του καλού κόσμου. Κοίταξε ένα γύρω το χωράφι, που θροούσε ευχαριστημένο κάτω απ’ τη φλογερή πύρα, καμάρωσε και τη χρυσαφάδα τη δικιά της, και γοητεμένη, αφαιρέθηκε να κοιτάει τον καταράχτη του φωτός, που χυνότανε απ’ τη κορυφή τουρανού.
  - Πού βρέθηκα εδώ;… πώς βρέθηκα εδώ; Αναρωτιότανε κάπως χαζά, και συλλογιότανε μεγαλόφωνα, σα δραματική ηρωΐδα του παλιού καλού θεάτρου.
  Ένας μπόμπιρας, που βούϊζε πάνωθέ της, την άκουσε και της απάντησε με πολύ σοβαρό ύφος αξιωματικής κριτικής:
  - Μα δεν το ξέρετε; Πέσατε από ψηλά. Πέσατε εκ των άνω!
  Κι αυτή τόδεσε σε καλό πανί, κατακαμάρωσε, κ’ ένιωσε την κατάξανθη αριστοκρατική καρδούλα της νανεγαλλιάζει από την ευτυχία της αξίας της.
  - Είμαι το λοιπόν, Ηλιογέννητη… είμαι ένας βώλος χρυσάφι, ατόφιο χρυσάφι, που έσταξε από το μεγάλο άστρο. Τί χάρη που την έχουμε, λέω ωστόσο, εμείς τα ευγενή μέταλλα…
  Μια παρέα κοντόφαρδες ντομάτες, που ωρίμαζαν ήσυχα λίγο παρέκει, καταπίνοντας ήλιο και μεταβάλλοντάς τον σε μπελτέ, άκουσαν την ανακραυγή της Ηλιογέννητης που έτρεμε από συγκίνηση και περιφάνεια, και τις έπιασε ένα τέτοιο τρανταχτό γέλιο, που τα πληθωρικά τους μάγουλα, τα χωριάτικα, τσίτωσαν να σκάσουν.
  Είπαν μ’ ένα στόμα:
  - Σιγά τον πολυέλαιο!
  Η Ηλιογέννητη τις έριξε μια ματιά λοξή, γεμάτη ευγενική συγκατάβαση και ψιθύρισε:
  - Έχουνε δίκιο να γελάνε έτσι πρόστυχα οι φτωχές. Αυτές είχανε την κακοτυχιά νάναι από γεννήσο τους χυδαία υποκείμενα. Δεν είναι βολετό να μ’ αιστανθούν και να με νιώσουν. Είναι άλλο πράμα να πέσει κανένας απ’ τον ουρανό, εκ των άνω. Νάναι μια χοντρή στάλα ολόχρυση απ’ τη μαλαματένια καρδιά του Ήλιου, που έλυωσε ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι…
  Και μονομιάς ξεχείλισε η ξανθιά καρδούλα της από ασυγκράτητη ευγνωμοσύνη προς τον ένδοξο γονιό της, κ’ ένιωσε ένα κύμα δακρυσμένου αλτρουισμού και συμπόνιας να την πλημμυράει για όλα τα φτωχά και ταπεινά πράματα του κόσμου. Είταν ένα αληθινό φιλανθρωπικό ταλέντο, που μπορούσε σίγουρα να κάνει πολύ καλό σε τούτο τον ντουνιά για νανακουφίσει τη δυστυχία των παρακατιανών. Και ποιος ξέρει πόσο συγκινητικά θα τέλειωνε τούτη η ιστορία, α δε λάχαινε κείνη την ώρα ίσα – ίσα να περνάνε δίπλα της δυο μαύροι βρωμοκάνθαροι.
  Είταν ακάθαρτοι και χοντροί μέσα στα ράσα τους τα λασπωμένα, σαν αγιορίτες καλογέροι, και κάνανε μεγάλες χαρές μόλις μυριστήκανε το κελεπούρι. Την πασπάτεψαν από δω, την πασπάτεψαν από κει με τα βρώμικα ποδάρια τους και σαν τήνε βρήκαν αρκετά στρογγυλή και καλοφορμαρισμένη, ακούμπησαν τα μπροστινά τους χάμου, και βάλθηκαν σπρώχνοντας με τα πίσω πόδια τους, ά και ά, να την κυλάνε προς τη φωλιά τους, με πολύ κουράγιο.
  Η καβαλίνα αχνίζοντας από ιερήν οργή, φώναξε:
  - Καλέ, πού με κυλάτε έτσι δα, βρωμοζωΰφια; Εμένα, ένα κομμάτι καθαρό χρυσάφι; Πρώτη φορά θα σας έτυχε να βρεθείτε μπροστά σ’ ένα «ψήγμα» ατόφιο μάλαμα!
  Οι βρωμοκάνθαροι σταμάτησαν ιδρωμένοι και κοίταξαν κοροϊδευτικά το «ψήγμα». Ύστερα της είπανε μ’ ένα στόμα:
  - Εμείς βρωμοζωΰφια: Πόσο μας αδικείς, κυρά μου! Εμείς; Μα δε μας γνώρισες, το λοιπόν, πως είμαστε τραπεζίτες που καταλάβαμε την αξία σου και σε πάμε ίσια στο θησαυροφυλάκιο της Εθνικής; Ορίστε. Κοίτα και τις ρεντικότες μας!
  Και σε μιαν αποτυχημένη ρεβεράντα, τις γύρισαν πάλε τις ράχες, φτύσανε μια στις φούχτες τους, και όλο καρδιά ξαναμπήχτηκαν στη δουλειά τους τραγουδώντας παράφωνα το «Βαρκάρη του Βόλγα».


Το γαλάζιο βιβλίο (1939) τιμήθηκε την επόμενη χρονιά με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας (κριτική επιτροπή: Π. Πρεβελάκης, Μ. Αυγέρης, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος). Το βιβλίο θα τιμήσει και η Ακαδημία Αθηνών με έπαινο και χρηματικό έπαθλο, αλλά ο Μυριβήλης θα αρνηθεί την τιμητική διάκριση.


ΤΑΣΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1990:
Επιθυμώ ακόμη να αναφερθώ στις συλλογές διηγημάτων με τους χρωματικούς τίτλους: Το πράσινο βιβλίο, Το κόκκινο βιβλίο, Το βυσινί βιβλίο, Το γαλάζιο βιβλίο, για να τονίσω πόσο ο Μυριβήλης, σε ευτυχισμένες ώρες της έμπνευσής του, ανανέωσε ένα είδος με τόσο πλούσια παράδοση στη λογοτεχνία μας. Το χιούμορ, ο σαρκασμός, η ειρωνεία, η αλληλοσυσχέτιση του συμβολικού με το πραγματικό, του νοητού με το απτό, η διαδοχή του ιλαρού απ’ το τραγικό, του φαιδρού από το αποτρόπαιο προβάλουν σε συνθέσεις μοναδικού θελγήτρου και μορφικής τελειότητας. Τις σελίδες τους τις διατρέχει μια διεγερτική χνωτιά αρσενικάδας, ένα πνεύμα παγανιστικό. Ο έρωτας είναι το κυρίαρχο γεγονός – ένας έρωτας συγκλονιστικός, πάθος σαρκικό, που την ανάφλεξή του την προκαλεί κάτι το δαιμονικό, εισχωρώντας στο σύμπλεγμά του για να προδιαγράψει μια μοιραία συχνά κατάληξή του. Στις αισθήσεις εμπιστεύεται ο Μυριβήλης να του αποκαλύψουν το μυστικό της ζωής – το νόημα του κόσμου. Κάθε μεταφυσική ερμηνεία του τη θεωρεί παραπλανητική. Μέσα από αυτό το εύθραυστο ηχείο, το σώμα, ακούει τη σιβυλλική σιωπή – ό, τι αποκαλούμε ένστικτο – να συνοψίζει τη σοφία μιας αρχέγονης πείρας. Σ’ αυτή την άσφαλτη πείρα θεμελιώνει τη συμπεριφορά των ηρώων του. Το σώμα, γι’ αυτόν, δημιουργεί δεσμούς αγάπης αλλά και αιχμές μίσους. Μέσα απ’ τις σελίδες τους αυτοψυχογραφείται ένας επικούρειος, ο φίλος των ταπεινών ανθρώπων, ο εραστής του γυναικείου φύλου, ο αντικληρικός, ο εχθρός της λογιότητας, ο φανατικός πιστός στις έννοιες έθνος και ελληνισμός – αμετακίνητος πια στο βάθρο του ως ο αναμφισβήτητος ¨κλασικός¨ της γενεάς του.


Στρατής Μυριβήλης
  Βγήκε εψές η Σελήνη, πελώρια και φασματική, στύλωσε πάνω από τον Λυκαβηττό την ασπίδα του καθρέφτη της και άπλωσε το ερωτικό της φίλτρο πάνω στην Πολιτεία με τα σβησμένα φώτα.
  Οι άνθρωποι ένιωσαν μια στάλα από το χρυσό δηλητήριο να στάζει μέσα στην αδύνατη καρδιά. Τα δάχτυλα έγιναν φιλντισένια, τα μέτωπα αγνό κερί, και μέσα στα διάπλατα μάτια άναψαν πυρσοί από κίτρινο φώσφορο.
  Η Σελήνη χαμήλωσε πάνω στις ωραίες γυναίκες, πέρασε στο εκστατικό πρόσωπό τους την προσωπίδα από λεπτό φύλλο χρυσού, αυτή που φορούσαν οι πεθαμένες βασίλισσες των Μυκηνών. Τις κοιτάξαμε με θάμβος και είταν η πρώτη φορά που τόσο βαθιά τις είδαμε ως μέσα στη θηλυκή καρδιά τους.
  Γιατί είταν η Σελήνη που μας τις έδειξε.
  Είταν η ίδια, χλωμή και λυσίζωνη, αχόρταγη και σιωπηλή, όπως όταν μάγεψε τον Ενδυμίωνα, το μικρό βοσκόπουλο του Λάτμου, που το βρήκε να κοιμάται ολόγυμνο στη δροσερή σπηλιά.
  Τόνε σκέπασε με ύπνο βαρύ σα λιγοθυμιά, σφράγισε τα ματόκλαδά του με το φοβερό της φίλημα και τον έκαμε δικό της ολάκερη την αυγουστιάτικη νύχτα, χωρίς να λύσει από πάνω του τα μάγια του εξαντλητικού ύπνου.
  Ο έφηβος έγινε χλωμός και διάφανος, μέσα στο κορμί του έτρεχε το χρυσό φωσφορικό φίλτρο της Εκάτης. Το θαύμα έκλεισε το θεοφίλητο στόμα του με τη σιωπή και σαν ξύπνησε, μέσα στα εκστατικά μάτια του έκαιγε η σιγανή τρέλα του φεγγαρόφωτου.
  Όλη τη μέρα που περίμενε το άστρο του Απόλλωνα να σβήσει, ονειρευόταν τους γλυκούς βραχνάδες που θα του έφερνε η νύχτα. Μαζί με τη νύχτα έμπαινε αθόρυβα η Εκάτη στη σπηλιά του μικρού βοσκού, τον κοίμιζε, έγερνε πλάι του και βύζαινε ως την αυγή τον έρωτα από το μελαχρινό κορμί του.
  Πέθανε ο Ενδυμίων από την πολλήν αγάπη. Μια νύχτα είταν, μέσα στην ερωτική σπηλιά του Λάτμου, που δεν μπόρεσε νανοίξει ποτέ πια τα βαριά ματόφυλλα, να δει την Εκάτη να τον καίγει με τον πόθο της. Πάνω στα μάτια του έπηξαν αράγιστες οι ερωτικές σφραγίδες του θεϊκού φιλήματος. Και στο παιδικό πρόσωπο κρατούσε τη χρυσή προσωπίδα του θανάτου.
  Όταν τα θαυμαστά μέλη του επάγωσαν σιντεφένια πάνω στις παχειές προβιές και ήρθε η Αυγή να σκορπίσει τους πελινδούς ίσκιους των ονείρων, η σπηλιά είταν ακόμα γεμάτη από φεγγάρι. Οι πέτρες φωσφόριζαν, λαμπύριζαν σαν μάτια μικρών αγριμιών τα κρύσταλλα.
  Τότε τα σκυλιά του μαζεύτηκαν στην έμπαση, σήκωσαν το υγρό ρύγχος προς την Εκάτη, και γάβγιζαν με υψηλά, μακριά ουρλιάσματα. Οι λαγκαδιές τα μεταπήραν και ολόλυξαν βαθιά, με τις σπηλιές των νυμφών και με τις βουερές χαράδρες, όπου ανήσυχα τέντωναν τα σουβλερά αυτιά οι σάτυροι.
  Από τότες η Εκάτη, έρχεται και λύνει πάνω στο Αιγαίο τις ξανθές πεταλούδες της, και γεμίζουν τα νυχτερινά νερά από χρυσούς βοστρύχους, που σαλεύουν σαν δεσμίδες φωτερά φίδια. Μέσα στα δάση, στις ρεματιές που γυρίζουν τα τσομπανόπουλα, στις πηγές, στάζουν τα βαριά φωσφορικά δάκρυά της. Από τότες τα σκυλιά σηκώνουν τη μουσούδα και ουρλιάζουν λυπητερά προς το πρόσωπο της Εκάτης.
  Έτσι βγήκε εψές πάλι η Εκάτη πάνω από το Λυκαβηττό, σα νάβγαινε από τη σπηλιά του Λάτμου.
  Την είδαμε ψηλά, ανάμεσα στα κλαδιά ενός μαύρου κυπαρισσιού, να κρέμεται σαν υπερφυής καρπός. Κατόπι φάνηκε να γυρίζει πάνω στην αμμουδιά του Σαρωνικού. Περπατούσε αργά, και δεν σφράγιζαν τη μαλακήν ακρογιαλιά τα χρυσά της βήματα.
  Μια συντροφιά σταμάτησε να μιλά τις ασήμαντες κουβέντες της, γύρισε και κοίταξε τη φιλέρημη Θεά ξαφνιασμένη. Κατόπι, άντρες και γυναίκες, ξανάρχισαν να μιλάνε, με τις φωνές χαμηλωμένες.
  Μόνο μια κόρη, μια μικρή παρθένα, με τα στήθη όχι πιο μεγάλα από δυο αχλάδια, απόμεινε να κοιτάζει κατάματα την πελιδνή Θεά. Τα μάτια της παιδούλας γέμιζαν σιγά – σιγά από ακατανίκητον τρόμο. Γέμιζαν φως φεγγαρίσιο, ψυχρό κ’ επικίντυνο.
  Είταν η ερωτική γοητεία της φοβερής Σελήνης, που άπλωνε ναγγίσει θανάσιμα το παιδί.
  Όταν η συντροφιά σηκώθηκε να  φύγει, η μικρή παρθένα γύριζε ακόμα πίσω το κεφάλι, κάθε τόσο γύριζε, τρομαγμένη και εκστατική, να ιδεί τα φωσφορικά μάτια της Εκάτης. Τότε προσέξαμε πως η Θεά της είχε φορέσει στο φοβισμένο πρόσωπο τη χρυσή προσωπίδα της, την προσωπίδα που φορούσαν οι πεθαμένες βασιλοπούλες των Μυκηνών.
  Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Η μικρή παρθένα είτανε σφραγισμένη με τη θανάσιμη βούλα της Εκάτης. Της χλωμής Θεάς που μισεί τις παρθένες.
  Έτσι γύρισε η Θεά εψές όλη τη νύχτα μέσα στην Πολιτεία με τα σβησμένα φώτα. Περπάτησε μονάχη πάνω στην άσφαλτο, οι στράτες άστραψαν γυαλιστερές και τεντωμένες, η επιδερμίδα τους ρίγησεν ασημένια.
  Άγγισε τις σιδερένιες ράγιες κι αυτές έλυωσαν και σάλεψαν, χρυσά φίδια. Ανέβηκε τις μεταλλικές ανεμόσκαλες, άφησε την ασημόσκονη από τα πέλματά της πάνω σ’ όλα τα σκαλοπάτια.
  Μπήκε πατώντας στα δάχτυλα μέσα σ’ όλες τις κάμαρες του ύπνου, μπήκε από τανοιχτά παράθυρα, έσκυψε πάνου απ’ όλα τα κρεβάτια που κοιμούνται οι έφηβοι, πουθενά δε βρήκε τον χαμένο Ενδυμίωνα.
  Στο τέλος στάθηκε πάνω στη στέγη μου, ακούμπησε στην τετράγωνη καμινάδα. Εκεί είταν κουλουριασμένες δύο γάτες. Τα ιερά της ζώα.
  Τα μάτια τους είταν χρυσοπράσινα, τέσσερα μάτια μεταλλικά, χτυπημένα από το φεγγάρι. Τα φτωχά ζωντανά λαβώθηκαν ως μέσα στα ζεστά σπλάχνα τους από το γλυκό δηλητήριο, τινάχτηκαν ανατριχιασμένα.
  Έκλεισαν τα μάτια τρομαγμένα, και ξέσκισαν τη φωσφορική νύχτα με τη μακρόσυρτην οιμωγή της οδυνηρής ηδονής, που έδεσε κόμπο τα ελαστικά τους σώματα.
  
Όλες οι πολεμικές εμπειρίες του Στρατή Μυριβήλη ξαναζούν μέσα στις ιστορίες του Κόκκινου Βιβλίου, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1953 και που φανερώνει πως ο συγγραφές του δεν μπόρεσε να ελευθερωθεί απ’ τη συσσωρευμένη φρίκη τόσων πολέμων. Η νοσταλγία της Λέσβου, η τρυφερότητα προς τα μικρά παιδιά της Κατοχής, αλλά κυρίως ο πόλεμος και ο θάνατος κυριαρχούν στα διηγήματά του.

«Τα Ψηλά Βουνά» σε επανέκδοση

Το «πιο δροσερό αναγνωστικό» της ελληνικής γλώσσας έγραψε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου.


«Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι […] ως έργα ψεύδους και κακόβουλου προθέσεως» πρότειναν το 1921 στην «Έκθεσιν» τους οι έξι παιδαγωγοί και φιλόλογοι της Επιτροπείας του Υπουργείου Παιδείας ότι έπρεπε να γίνει με «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου (1877-1940) και τα υπόλοιπα αναγνωστικά της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917-1918 που προώθησε η επαναστατική κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Το βιβλίο του καρπενησιώτη συγγραφέα έπασχε, κατά τα μέτρα της Επιτροπείας, από «επιτηδευμένην ατημελησίαν του λόγου και προπετή καταφρόνησιν του συνήθους τρόπου της εκφράσεως». Όσοι εξ υμών έχετε διαβάσει «το πιο δροσερό αναγνωστικό» της ελληνικής γλώσσας μάλλον θα διαφωνείτε με τις κρίσεις της Επιτροπείας (που δημιουργήθηκε μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Βενιζέλου) για τις προθέσεις αλλά και τη γλώσσα του συγγραφέα.

«Σταυροκοπιέμαι: αυτά, που θα ήταν δικαιότατη κρίση για τα σημερινά αναγνώσματα, γράφτηκαν για "Τα ψηλά βουνά"!» γράφει ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος στο επίμετρο της τριακοστής ένατης και νέας συμπληρωμένης έκδοσης του βιβλίου απ' τις Εκδόσεις της Εστίας (Ιούλιος 2011). Τη φετινή χρονιά συμπληρώνονται ενενήντα χρόνια από τότε που δημοσιεύτηκε η περίφημη «Έκθεσις» αλλά «η συκοφαντημένη γραφή των Ψηλών Βουνών εξακολουθεί να είναι λαγαρή όσο και τότε» συνεχίζει ο συγγραφέας, φιλόλογος και εκπαιδευτικός που έχει επιμεληθεί ως γνωστόν την πεντάτομη κριτική έκδοση των Απάντων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (Δόμος, 1981-1988).

Η εμπάθεια είναι συκοφαντικά αμετροεπής, αναφέρει ο ίδιος λ.χ. για τον Α. Σκιά, καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, κλασικό φιλόλογο και μέλος της Επιτροπείας, που ανακάλυψε στη γραφή του Παπαντωνίου «βδελυράς και βωμολόχους αστειότητας, οποίας ασμένως μεταχειρίζονται οι μόρτηδες, οι χασισοπόται, οι λωποδύται και εν γένει οι φαυλόβιοι». «Τα ψηλά βουνά» προωθούσαν επιπλέον την αθεϊα («και της θρησκείας το όνομα είναι από του βιβλίου τούτου αποκλεισμένον») και την αφιλοπατρία σύμφωνα με τους επικριτές τους.

Ακόμα και η συγγραφέας Γαλάτεια Καζαντζάκη συντάχθηκε, σ' αυτό το επίπεδο της κριτικής (για τη γλώσσα είχε διαφορετική άποψη) με την Επιτροπεία όπως ανακάλυψε ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος μόλις φέτος, «γιατί το βιβλίο του Κράτους είναι αναίσθητο και άψυχο. Παραπέταξαν ως άχρηστες τις δυο έννοιες αυτές, το Θεό και το Έθνος, που μόνο μπορούσαν να του δώσουν την ανώτερη πνοή δημιουργίας που του λείπει».

«Τα ψηλά βουνά βρίσκονται μακριά από κάθε ψευτιά» εκτιμά ο συγγραφέας που με παραδείγματα αποδεικνύει γιατί όλες αυτές οι κατηγορίες, η κακοπιστία και η διαβολή, ήταν ανυπόστατες. «Η μόνη τους πρόθεση είναι να φέρουν στις αίθουσες διδασκαλίας και στις ψυχές των εννιάχρονων αναγνωστών τους το θρόισμα των πεύκων και των ελατιών, το τραγούδι του νερού και τη χαρά μιας αλλιώτικης ζωής […] και όλα αυτά με μια γραφή απόλυτα θελκτική και απροσποίητη δίχως ίχνος ακαμψίας και διδακτισμού που δεν καταπίνεται». Ο Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος επικαλείται τον αφατρίαστο πεζογράφο και εκπαιδευτικό Αντώνη Τραυλαντώνη που αναγνώρισε στο βιβλίο ότι «πάσα έκφρασις είναι εικών, πάσα διήγησις είναι ποίημα», αναδεικνύοντας την απαραίτητη ιλαρότητα που οφείλει να έχει ένα αναγνωστικό για παιδιά αλλά και την βαθιά ελληνικότητα της γραφής του συγγραφέα.

Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου αφηγείται την ιστορία μιας ομάδας 26 παιδιών που όταν τελειώνουν την τελευταία τάξη του ελληνικού σχολείου αποφασίζουν (με την άδεια των γονιών τους) να κάνουν μόνα τους διακοπές για περίπου δύο μήνες στα βουνά της Ευρυτανίας. Εκεί, μέσα στις ομορφιές της φύσης, μαθαίνοντας τις ιστορίες των ανθρώπων που συναντούν, φτιάχνουν μια κοινότητα που εξυμνεί το ομαδικό πνεύμα, την αλληλεγγύη και τον αλληλοσεβασμό, μαθαίνουν να ξεπερνούν στις δυσκολίες της ζωής μέσω της συνεργασίας και της εκτίμησης απέναντι στον άλλο, πάντα με χιούμορ και χωρίς βαρύγδουπες διδαχές.

Το 1917 πέθανε ο πατέρας του συγγραφέα (πρόκειται για τον Λάμπρο Παπαντωνίου που στο βιβλίο είναι ουσιαστικά το ομώνυμο μικρό τσοπανόπουλο το οποίο μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα απ' τα παιδιά) και το 1919 έχουμε την πρώτη έκδοση του βιβλίου από το Εθνικό Τυπογραφείο. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έγραψε «Τα ψηλά βουνά» σε συνεργασία με τους Δημ. Ανδρεάδη, Αλεξ. Δελμούζο, Π. Νιρβάνα και Μ. Τριανταφυλλίδη με εικονογράφηση του Π. Ρούμπου. Το βιβλίο, που είχε και σχέδια του ίδιου του συγγραφέα, προορίστηκε για αναγνωστικό της τρίτης τάξης του δημοτικού σχολείου.

Η επαναστατική κυβέρνηση του Βενιζέλου εξέφρασε τότε στην πράξη τις νέες εκπαιδευτικές, αισθητικές και γλωσσικές αντιλήψεις της με την καθιέρωση της δημοτικής στις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Το βιβλίο επαινέθηκε απ' τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο για την παιδαγωγική και λογοτεχνική του αξία, τη ζωντανή δημοτική γλώσσα και την τυπογραφική του καλαισθησία. «Τα ψηλά βουνά», παρά τον πρωτοποριακό τους χαρακτήρα προκάλεσαν λυσσαλέες αντιδράσεις και κάηκαν δημοσίως από τις κυβερνήσεις μετά το 1920.

Το βιβλίο, που αποτελεί κομβικό σταθμό στην ιστορία της νεοελληνικής σχολικής και παιδικής λογοτεχνίας, επέστρεψε στα σχολεία με τη νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της κυβέρνησης Βενιζέλου το 1929 και το 1933. Το 1974 «Τα ψηλά βουνά» ξανατυπώθηκαν για τα δημοτικά σχολεία της Μεταπολίτευσης για ένα σύντομο διάστημα έως ότου αντικαταστήθηκαν από το βιβλίο της Αγγελικής Βαρελλά.

Ο Στέλιος Σπεράντζας είπε για «Τα ψηλά βουνά» πως «είναι από τα βιβλία που ξυπνούν τους λαούς και τους κάνουν μεγάλους». Σήμερα, μας υπενθυμίζουν, πέραν όλων των άλλων, πόσο σημαντικό είναι ο καθένας από μας ν' αναδέχεται τις ευθύνες του. Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου απευθύνεται στα παιδιά όλων των εποχών. «Όταν βρίσκονται γενναία παιδιά σαν εσάς, ένα δάσος γίνεται αιώνιο. Κι οι άνθρωποι ζουν καλύτερα τη ζωή τους».

Στο Διαδίκτυο ψηφιακά οι Δημόσιες Βιβλιοθήκες Σερρών και Λιβαδειάς.

Σπάνιες εκδόσεις, για ποικιλία θεμάτων, μπορούμε να ξεφυλλίσουμε στον υπολογιστή μας σε μορφή e-book στις ψηφιακές βιβλιοθήκες Σερρών και Λιβαδειάς που διατίθενται ελεύθερα στο Διαδίκτυο

Εκατοντάδες βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά, πολλά από αυτά σπάνιες εκδόσεις του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, είναι μόλις ένα κλικ μακριά από κάθε αναγνώστη, γλιτώνοντας τους ερευνητές από ταξίδια, φωτοτυπίες και κυρίως χρόνο και προσφέροντας σε εκπαιδευτικούς, φοιτητές και μαθητές δύο σημαντικές πηγές γνώσης και πληροφοριών.

Τα βιβλία των Δημόσιων Βιβλιοθηκών Σερρών και Λιβαδειάς έχουν γίνει e-books και βρίσκονται τους διαδικτυακούς τόπους των δύο βιβλιοθηκών για να τα ξεφυλλίσουμε, σαν πραγματικά βιβλία, από το σπίτι μας με ένα πάτημα του ποντικιού.

Οι Ψηφιακές Βιβλιοθήκες αναπτύχθηκαν από το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) και φιλοξενούνται στα υπολογιστικά του συστήματα, στο πλαίσιο της μακροχρόνιας συνεργασίας του με τις δύο βιβλιοθήκες.

Αξιοποιείται έτσι ένα πλούσιο ψηφιοποιημένο υλικό που είχε παραχθεί κατά το επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Κοινωνία της Πληροφορίας» του Γ' ΚΠΣ το οποίο αφορούσε την ψηφιοποίηση υλικού δημόσιων βιβλιοθηκών. Το ΕΚΤ ανέλαβε την οργάνωση του περιεχομένου των δύο ψηφιακών βιβλιοθηκών, την προσθήκη των απαραίτητων μεταδεδομένων για τον εντοπισμό κάθε τεκμηρίου και τη διάθεσή του ελεύθερα στο ίντερνετ σε ένα περιβάλλον φιλικό στον χρήστη.

Στις δύο ψηφιακές βιβλιοθήκες υπάρχουν σπάνιες εκδόσεις με τοπικό και πανελλαδικό ενδιαφέρον, ποικιλία κειμένων της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης, ιστορικά συγγράμματα, νομοθετικά κείμενα και θεατρικά έργα από έλληνες και ξένους συγγραφείς. Οι συλλογές έχουν ταξινομηθεί ανά θεματική κατηγορία, και μπορεί ο χρήστης να αναζητήσει διηγήματα, βιογραφίες ελλήνων ηρώων, κείμενα της ελληνικής μυθολογίας, ιατρικά συγγράμματα, διηγήματα από τοπικούς συγγραφείς, ανθολογίες και ταξιδιωτικά έγγραφα, αλλά και κείμενα παιδικής λογοτεχνίας με σημαντική εκπαιδευτική αξία.

Η οργάνωση του υλικού έχει γίνει με βάσει τις προδιαγραφές της ευρωπαϊκής ψηφιακής βιβλιοθήκης Europeana με σκοπό να πληροί τις προϋποθέσεις ένταξης σε αυτήν. Ήδη το περιεχόμενο των δύο ψηφιακών βιβλιοθηκών (συνολικά, 732 τεκμήρια με περισσότερες από 185.000 σελίδες) έχει αποσταλεί στην Europeana, αυξάνοντας έτσι το διαθέσιμο ελληνικό ψηφιακό περιεχόμενο στα «ράφια» της.

Πηγή: tovima.gr 

Οι φίλοι του υπερρεαλιστή ποιητή γιόρτασαν τα γενέθλιά του στο πατάρι του ζαχαροπλαστείου «Κοραής».


«O Nάνος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λωζάνη. … Με περίπου 45 βιβλία όλων των ειδών στο ενεργητικό του, στις 5 Ιουλίου 2011 έκλεισε τα ενενήντα», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο της νέας ποιητικής συλλογής του Νάνου Βαλαωρίτη που τύπωσε μόλις η Κοινωνία των (δε)κατων. Είναι το δώρο του ποιητή και εκδότη Ντίνου Σιώτη στον «πατέρα, αδερφό, φίλο, μέντορα, σύντροφο» Νάνο Βαλαωρίτη για τα ενενηντάχρονά του: 86 ποιήματα, γραμμένα από το 2005 ως το 2011, κυκλοφορούν με τον τίτλο «Χρίσματα». Το εξώφυλλο κοσμεί σκίτσο φιλοτεχνημένο από τον ίδιο τον ποιητή με χρωματιστούς μαρκαδόρους και τον τίτλο «Ακίνητος».

Το περασμένο Σάββατο, στο τακτικό εβδομαδιαίο ραντεβού τους, στο στέκι τους στο πατάρι του ζαχαροπλαστείου «Κοραής» στην οδό Ιπποκράτους, η παρέα του ποιητή, πεζογράφου, δοκιμιογράφου και ζωγράφου Νάνου Βαλαωρίτη, παλιοί συνεργάτες, ο πυρήνας του περιοδικού «Νέα Συντέλεια» (2004-2008) γιόρτασαν τα ενενηκοστά γενέθλιά του.

Τη γνωστή ομήγυρι πλαισιώνουν αυτή τη φορά φίλοι κάθε ηλικίας, το πατάρι γεμίζει. Ο εορτάζων κάθεται στη συνήθη θέση του, στη γωνία αριστερά, μπροστά στο παράθυρο. Δέχεται χαμογελώντας τις ευχές, ανοίγει πακέτα με δώρα. Λουλούδια, πίνακες, πορτρέτα του, και μια τούρτα με δύο κεριά που γράφουν τον αριθμό 90. Τα κεριά σβήνουν σε χαρούμενη ατμόσφαιρα, μια σαμπάνια ανοίγει. Κόσμος πηγαινοέρχεται διαρκώς. Πλησιάζουν τον Νάνο -όπως τον αποκαλούν όλοι-, εκείνος ανταλλάσσει με τον καθένα χαμηλόφωνες κουβέντες, ρωτά τα νέα τους. Ο πεζογράφος και ποιητής Μιχαήλ Μήτρας περιφέρει μια κάρτα με ευχές που υπογράφουν οι παρόντες. Ανάμεσα στους πολλούς οι σκηνοθέτες και ποιητές Μιχάλης Παπανικολάου και Γιώργος Μαρής, ο εικαστικός και ποιητής Κωστής Τριανταφύλλου, οι ποιητές Μαρία Τσάτσου και Κώστας Σταθόπουλος, η ιστορικός τέχνης Βάσια Καρκαγιάννη με τον σύζυγό της νομικό Βαγγέλη Καραμπελιά, η αρχιτέκτων Φωτεινή Μαργαρίτη, η ιστορικός τέχνης Μυρτώ Δηγόνη, η ποιήτρια Λιλή Ντίνα. Μεγάλος απών ο Ανδρέας Παγουλάτος.

Ευχές φτάνουν από όλον τον κόσμο, από τη Γαλλία, από την Ισπανία, από την Αμερική μαζί με ένα «Venceremos!» από τον Λόρενς Φερλινγκέτι, τον φημισμένο εκδότη των μπίτνικ στο Σαν Φρανσίσκο. Φίλοι από όλα τα μέρη που έζησε ο Βαλαωρίτης: Λονδίνο, Παρίσι, Καλιφόρνια. Καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο στα χρόνια της δικτατορίας, ήταν ο έλληνας καθηγητής τον οποίο επισκέπτονταν οπωσδήποτε όλοι όσοι πήγαιναν στην Αμερική. Το σπίτι του ήταν ανοιχτό. Κάθε έλληνα λογοτέχνη που έφτανε στην πόλη τον φιλοξενούσε και διοργάνωνε αναγνώσεις κειμένων του σε βιβλιοπωλεία και καφέ. «Δευτέρα πρωί έφτασα στο Σαν Φρανσίσκο, Δευτέρα βράδυ συναντήθηκα κιόλας με τον Νάνο», θυμάται ο Ντίνος Σιώτης.

Στο τραπέζι υπάρχουν τεκμήρια της πολύχρονης γνωριμίας και συνεργασίας τους:
το ψευδώνυμο «Ανώνυμο ποίημα του Φωτεινού Αηγιάννη» (1974), οι «Εστίες μικροβίων» (1977), το αγγλόφωνο «Flash Bloom» (1980), ποιητικά βιβλία του Νάνου που τύπωσε ο Σιώτης ως εκδότης του μικρού οίκου Wire Press στον Αγιο Φραγκίσκο. Δίπλα τους αντίτυπα από περιοδικά που εξέδιδαν μαζί -τα δύο τεύχη του βραχύβιου περιοδικού ποίησης «Βαπόρι» του 1977 με συνεργασίες πολλών ελλήνων ποιητών της γενιάς του '70 και το αγγλόφωνο περιοδικό «Rejection» (1979) που δημοσίευε ποιήματα που είχαν απορρίψει άλλα περιοδικά, μια ιδέα του αμερικανού μπιτ ποιητή Τεντ Τζόουνς-, αφίσες από αναγνώσεις ποίησης που διοργάνωναν και από εκδηλώσεις αλληλεγγύης στον λαό της στρατοκρατούμενης Ελλάδας της χούντας. 
 
Iστορία γράφουν οι παρέες λέει το τραγούδι και ο Νάνος έχει θητεύσει σε πολλές: στην παρέα των «Νέων Γραμμάτων» της γενιάς του '30 στη δεκαετία του '40, στον κύκλο των γάλλων υπερρεαλιστών και του Αντρέ Μπρετόν στο Παρίσι τη δεκαετία του '50, στην παρέα των μπίτνικς του Φερλινγκέτι και του Μπάροουζ στο Σαν Φρανσίσκο στις δεκαετίες του '60-'70. Γύρω από τον ίδιο δημιουργήθηκαν λογοτεχνικές παρέες που εξέδωσαν πρωτοποριακά περιοδικά, το «Πάλι» (1964-1966), τη «Συντέλεια» (1990-1995), τη «Νέα Συντέλεια».

«Είχαμε κάνει πολλά τότε», περιορίζεται να πει ο Νάνος όταν του μιλάμε για τα χρόνια της Αμερικής. Δεν είναι από τους ανθρώπους που στέκονται στο παρελθόν. Δεν ανήκει στους νοσταλγούς. Τα μάτια του κοιτούν στο μέλλον, στα νέα ρεύματα, στις καινούργιες θεωρίες. Δεν παύει να παίζει με τη γλώσσα, με χιούμορ και ειρωνεία, όπως διαπιστώνουμε και στη νέα συλλογή. Ο λόγος του εξακολουθεί να έχει νεανική φρεσκάδα. Αν χρειάζεται κάποιος να είναι νέος για να γράψει ποίηση, όπως έλεγε ο Μανόλης Αναγνωστάκης, αν η ποίηση είναι η λογοτεχνία της εφηβικής ορμής, τότε χωρίς αμφιβολία ο πολυβραβευμένος Νάνος Βαλαωρίτης είναι ο ενενηντάχρονος έφηβος της ποίησής μας.

Πηγή: tovima.gr 

Οι εκδηλώσεις που θα πραγματοποιηθούν από τις 2 Ιουλίου έως τις 20 Αυγούστου, επιστρέφουν και στη Θάσο.


Αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη είναι το φετινό Φεστιβάλ Φιλίππων, που από φέτος ξαναγίνεται και Θάσου και συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει ο καλλιτεχνικός του διευθυντής Θοδωρής Γκόνης, «στη μουσική του, στα τραγούδια του θεού, στα κείμενά του». Από τις 2 Ιουλίου και ως τις 20 Αυγούστου, το Φεστιβάλ θα απλωθεί στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων, στον προαύλιο χώρο του Απεντομωτηρίου, στο Κάστρο, στην Παλιά Μουσική, κάτω από τον Φάρο, στο Λιμάνι, στο θεατράκι του Μωχάμετ Άλη, αλλά και σε ναούς, ταβέρνες και καΐκια, στο φέρι της γραμμής Καβάλα -Πρίνος, αλλά «κι εκεί όπου άγιασε ο Παπαδιαμάντης», προσθέτει. «Σύνθετες, μουσικοί, τραγουδιστές, τραγουδοποιοί, ηθοποιοί, όλοι οι δημιουργοί θα ξεδιπλώσουν το έργο τους και θα συμμετάσχουν στο έτος Παπαδιαμάντη», με παραστάσεις-παραγγελίες.

Ο Σταύρος Ξαρχάκος θα κηρύξει την έναρξη του Φεστιβάλ με τη συναυλία του, όπου ο ίδιος ο συνθέτης θα μελοποιήσει και τα παρουσιάσει ένα κείμενο του Παπαδιαμάντη, ειδικά για το Φεστιβάλ. Στο Κάστρο θα παρουσιασθεί το διήγημά του «Αλαφροΐσκιωτοι» από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου σε σκηνοθεσία της καθηγήτριάς τους, Μαριτίνας Πάσσαρη, μια ακόμη ειδική παραγγελία του Φεστιβάλ (20-21/7) ενώ αργότερα, στις 10 Αυγούστου, η Λυδία Φωτοπούλου με τους Λίλα και Δημήτρη Σωτηρίου καθώς και δύο χορευτές θα παρουσιάσουν το «Όνειρο στο κύμα». Κείμενα θα διαβάσουν οι ηθοποιοί Μηνάς Χατζησάββας, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Νίκος Καραθάνος, Γιώργος Γάλλος, καθώς και οι Νένα Μεντή, Ελένη Κοκκίδου, Μάκης Παπαδημητρίου, Σοφία Φιλιππίδου και Νίκος Κουρής. Μουσικοί και μαθητές της Καβάλας θα διαβάσουν κείμενα και θα τραγουδήσουν πάνω στα σταθμευμένα καΐκια στο λιμάνι της πόλης, πλάι στους Αιγύπτιους ψαράδες. Κι ακόμα ο Βασίλης Παπαβασιλείου θα διαβάσει το διήγημα του «Έρμη στα ξένα», ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης το «Υπό την βασιλικήν δρύν» ενώ οι Μάνος Ελευθερίου, Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Βασίλης Βασιλικός γράφουν κείμενα ειδικά για τον Παπαδιαμάντη και το Φεστιβάλ. Για τη λήξη του Φεστιβάλ, στις 20 Αυγούστου, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης θα μελοποιήσει από το ΙΖ κεφάλαιο έως το φινάλε, τη «Φόνισσα», που θα αποδώσει η Μαρία Φαραντούρη.

Πέραν του αφιερωματικού μέρους, στο Φεστιβάλ και στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων το παρών θα δώσει το Εθνικό Θέατρο και με τις τρεις του παραγωγές: «Σκηνοβάτες» του Σταμάτη Φασουλή (29 & 30/7), «Ηρακλής Μαινόμενος» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού (12 & 13/8) και τέλος η Παιδική Σκηνή με το «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα από τον Τάκη Τζαμαργιά (22/8). Δύο παραστάσεις θα δώσει και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με τα «Μικρά Διονύσια» (21 & 22/7), την παραγωγή-αφιέρωμα στην 50χρονη ιστορία του Κρατικού, σε σύνθεση κειμένων Κώστα Γεωργουσόπουλου και σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα & Γρηγόρη Καραντινάκη.

Επίσης στους Φιλίππους θα παιχθούν τα έργα: «Υπηρέτης δύο Αφεντάδων» του Κάρλο Γκολντόνι (16 & 17 Ιουλίου) με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα από το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, «Οθέλλος» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (24 & 25/7) με τον Γιώργο Κιμούλη και τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, η «Ειρήνη» του Αριστοφάνη (5 & 6/8) με τον Πέτρο Φιλιππίδη, «Άμλετ» του Σαίξπηρ με τον Αιμίλιο Χειλάκη (9/7). Τις θεατρικές του δουλειές θα παρουσιάσουν επίσης και οι Αννα Βαγενά, Δήμος Αβδελιώδης, Θανάσης Σαράντος. Τέλος συναυλίες θα δώσουν η Δήμητρα Γαλάνη & Vassilikos (20/7) καθώς και οι Χειμερινοί κολυμβητές με τον Αργύρη Μπακιρτζή (30/7).

Πηγή: tovima.gr 

Η γενιά του ΄30 δεν υπήρξε

Ο νεοελληνιστής Δημήτρης Τζιόβας προσεγγίζει με νηφάλια ματιά τον μύθο μιας λογοτεχνικής γενιάς.


Λίγο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της Μικρασιατικής Καταστροφής εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα μια γενιά η οποία ανέδειξε την ελληνική ιδιαιτερότητα και στάθηκε απέναντι στη Δύση χωρίς αίσθημα μειονεξίας: η γενιά του ΄30, που έφερε στην Ελλάδα δύο Νομπέλ Λογοτεχνίας, αποθεώθηκε και πολεμήθηκε όσο καμία. Είναι για πολλούς η γενιά των αστών, που με υπολογισμένους χειρισμούς του λογοτεχνικού θεσμού φρόντισε για την υστεροφημία της, κατασκεύασε τον μύθο της και επέβαλε μεθοδικά την ηγεμονία της στα νεοελληνικά γράμματα.

Ηρθε σε ρήξη με το παρελθόν, ευαγγελίστηκε τον μοντερνισμό, πάντρεψε την υψηλή τέχνη του λόγιου Ελιοτ με τη λαϊκή αφήγηση του αγράμματου Μακρυγιάννη, κατηγορήθηκε για φραγκολεβαντίνικο κοσμοπολιτισμό αλλά και για ελληνοκεντρισμό. Είναι η γενιά που επισκιάζει με την πολιτισμική αίγλη της κάθε άλλη «γενιά» στον δημόσιο λόγο, γράφει ο νεοελληνιστής Δημήτρης Τζιόβας στη μελέτη του Ο μύθος της γενιάς του τριάντα .

Κατά γενική παραδοχή, είναι μια γενιά ανομοιογενής, μοντερνιστών και ρεαλιστών, που έχει κατά καιρούς χωρέσει τον συντηρητικό Ανδρέα Καραντώνη και τον πρωτοποριακό Νικόλα Κάλα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον κομμουνιστή Κοσμά Πολίτη, μια γενιά που έχει ως ηγετική φυσιογνωμία τον Σεφέρη - αν και εκείνος ελάχιστα την αναφέρει- και περιλαμβάνει απαρέγκλιτα τον Ελύτη, παρ΄ ότι ο ίδιος αρνήθηκε ότι ανήκει σε αυτήν.

Πρόκειται για μια γενιά διαρκώς παρούσα αλλά απροσδιόριστη και αινιγματική. Εν τέλει, «η γενιά του ΄30 δεν υπήρξε ποτέ» καταλήγει ο Τζιόβας. Την πιο συνεκτική εικόνα της προσφέρει ο μύθος της, τον οποίο συνέθεσαν τόσο οι άνθρωποι του 1930 όσο και οι πολέμιοί τους.

Τον μύθο της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας τον καλλιέργησε η ίδια η γενιά στη δεκαετία του 1930: ήταν εκείνοι που έφεραν την πεζογραφία από την ειδυλλιακή επαρχία στις πόλεις, κοντά στην τρέχουσα πραγματικότητα και στις ανησυχίες του μεταπολεμικού ανθρώπου. «Εγώ πρώτος μεταχειρίστηκα τον όρο γενεά του 1930. Συνειδητά και εκ προθέσεως προσπάθησα από καιρό να δημιουργήσω και να επιβάλω το μύθο του 1930 και τώρα βλέπω ότι κάτι κατόρθωσα» γράφει στις 22 Νοεμβρίου 1947 στο ημερολόγιό του ο Γιώργος Θεοτοκάς, δημόσιος εκπρόσωπος της γενιάς και συντάκτης του «μανιφέστου» της Ελεύθερο πνεύμα (1929). Από την άλλη πλευρά, οι αντίπαλοί της την περίοδο 1940-1974 προβάλλουν τον αρνητικό μύθο των δυτικοθρεμμένων μεγαλοαστών και αδύναμων πεζογράφων. Εναν μύθο πρόσφορο για ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, τόσο από την Αριστερά όσο και από τη Δεξιά και εν τέλει ανθεκτικό.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ 

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα