Blogger Template by Blogcrowds.


Ιωάννης Γρυπάρης

ΣΚΑΡΑΒΑΙΟΙ

Ο όρθρος των ψυχών

Τ’ αστέρια τρεμοσβύνουνε κ’ η νύχτα είναι λίγη
με φως χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν
κι ολόγυρά του, όπου στραφή το μάτι σου, ξανοίγει
εδώ κορμιά εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν.

Φίλους κ’ εχθρούς ο θάνατος σ’ ένα τραπέζι σμίγει
όπου ταγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν·
χαρά στον όπου γλύτωσε, χαρά στον πόχει φύγη,
μα όσους το βόλι εξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.

Κι άξαφνα ορθός ο Σαλπιχτής πηδάει ο λαβωμένος,
στριγγή φωνή και σπαραχτήν η σάλπιγγα του βγάζει
που λες τον ίδιο της χαλκό –κι όχι αυτιά– σπαράζει.

Μα δεν ξυπνάει στο ορθινό κανένας πεθαμένος,
μόν' τα κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά σα νάναι
των σκοτωμένων οι ψυχές που στα ουράνια πάνε.


ΤΕΡΡΑΚΟΤΤΕΣ

Δικό μου φως

Μεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη
λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ως πέρα
το φως της μες στον έρημον αιθέρα
της νύχτας όλα τάλλα φώτα σβύνει.

Μα εκεί βαθιά που ροδοφέγγει η μέρα
όταν μικρή ζωή στη νύχτα μείνη,
έν’ άστρο λίγο μα δικό του χύνει
φως τρέμιο από την άγνωστή του σφαίρα.

Κ’ είπα: τέτοιο καλό μακριά ΄πο μένα,
αφού κοντά σε μεγαλεία ξένα
ό,τι σιμώνει το δικό του χάνει,

Καλύτερα μακριά και μοναχός μου!
σε μια άγνωστη κρυφή γωνιά του κόσμου
λίγο μα και δικό μου φως με φτάνει.


ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Στη δύση της γενεάς

Πες μας τους πόνους πούπες και ξανάπες·
- Με μοίρανε στα σπάργανά μου η Μοίρα
να τραγουδάω τις στείρες τις αγάπες
και τάκαρπα φιλιά να κλαίω τα στείρα.

Πέρ’ από μένα δε θα καναζήση
Η αρχαία μας γενεά – πάπποι προσπάπποι,
και πάντα μες το ρόδινο μεθύσι
θα πνίγω μόνος τη στερνή μου αγάπη.

Κ’ έσωσα πρώτος όπου σώνει ο δρόμος
που η Θάλασσα η Νεκρή τον κόβει, η μαύρη·
της τρίτης γενεάς μου ο κληρονόμος!
το ξένο κρίμα μου άφταιγος δε θάβρη.

Δε θαναζώ, συνόριστος δεσπότης,
σε μια βαθιά γωνιά του αίματός του
να τρυγάω τον πρώμο ανθό της νιότης
σαν το κρυφό σκουλήκι πόθου αρρώστου.

Σώνω στερνός εκεί που σώνει η στράτα
που εμπρός το δάσος το άβατο την κόβει·
μέσα θρηνούν τανώφελα τα νιάτα
και των τελείων θανάτων κλαιν οι φόβοι.


ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΦΡΥΔΗΣ

Ο πραματευτής

Ήρθε απ’ την Πόλη νιος πραματευτής
με διαλεχτή πραμάτεια,
μ’ ασημικά και χρυσικά
και με γλυκά και μαύρα μάτια.

Κ’ οι νιες ποθοπλαντάζουν του χωριού
στις πόρτες και στα παραθύρια,
κ’ οι παντρεμένες ξενυχτάν
για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια.

Τρίζωστη ζώνη ολόχρυση φορεί
σε δαχτυλίδι μέση,
και πια η ωραία η Χήρα δε βαστά:
- Πραματευτή, πολύ μ’ αρέσει
η ζώνη που φορείς κι ό,τι να πής
σου τάζω κι άλλα τόσα…
- Δεν την πουλώ με ουδέ φλουριά
με ουδ’ όσα κι άλλα τόσα γρόσσα·
έτσι, ωραία, ωραία – πώς να σε πως,
ρόδο ή κρίνο;
ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου εύρω δυο τη δίνω…
- Σύρε ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά,
πραματευτή με τα ώρια μάτια,
και κει σου φέρνω την τιμή
και παίρνω την πραμάτεια.

Τραβάει ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά
και στου μεσημεριού τη στάλα
φτάνει στην Ώρια τη σπηλιά
σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τη μούλα στην ξυνομυλιά
που ησκιώνει εμπρός στο σπήλιο,
στα μάτια του που τον πλανάν
βάζει συχνά το χέρι αντήλιο
και τρώει και τρώει τη στράτα του χωριού,
δε φαίνεται κι ουδέ γρικιέται
και μπαίνει μέσα στη σπηλιά
κι αποκοιμιέται…

Μέσα στη στοιχειωμένη τη σπηλιά
που αποσταμένος γέρνει,
ύπνος τις φέρνει, ύπνος τις παίρνει:
Νεράϊδες περδικόστηθες στητές
και μαρμαροτραχήλες
ανήσκιωτα κορμιά, αδειανά
διανέματα κι ανατριχίλες,
στις κομπωτές πλεξούδες των φορούν
νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια
κ’ έχουνε κρίνους δάχτυλα
κ’ έχουν ροδόφυλλα για νύχια
κι ελιόμαυρες λαμπήθρες
– τέτοιες με μέλι σύγκερο μεστές
οι Υβλαίες κερήθρες –
Και μια, η Εξωτέρα η Παγανή,
παγάνα του θανάτου,
χτυπάει το νιο πραματευτή
και παίρνει τα συλλοϊκά του.

Τώρα στη χώρα ο νιος πραματευτής
κλαίει και λέει πάλι εκείνο:
- Ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου εύρω δυο τη δίνω
τη ζώνη πόπλεξε η καλή – ώ ένα φιλί,
η αρρεβωνιαστικιά μου,
με πλάνεσε μια ξωτικιά στην ξενητειά
και πήρε τα συλλοϊκά μου!


ΕΛΕΓΕΙΑ

Εστιάδες

Βαθειά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν' απ’ την Πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή – κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι.

«Έσβυσε η άσβυστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
οχι μ’ ελπίδα πως μπορεί νάν ψεύτρα η συμφορά
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.

Θαρρείς νεκροί κι απάρηασαν τα μνήματ’ αραχνά
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση,
κ’ ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά
μην τύχη τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήση.

Μ’ ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφυλλητό σκυφτοί
προς της Εστίας το Ναό τραβούνε
και μπρος στην Πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να ιδούνε.

Και βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ’ ανωφέλευτο ντυμένες
στον προδομένο το Βωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Εστιάδες τις σεμνές, μα κολασμένες.

Το κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη ανεμελιά
κι αραθυμιά – σαν της δικής μας νιότης!
μα η Άγια η Φωτιά, μια πόσβυσε, δεν την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.

Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινοσύνη,
του κάκου! Στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ούδ’ έλπιση δεν έχει μείνη.

Κ’ είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία· εχτός
αν πρι ο καινούργιος ο ήλιος ανατείλη
κάμη το θάμα του ο ουρανός και στ’ άωρα της νύχτας
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλη.

Κι αν είν και πέση απάνω τους, ας πέση! Όπως ζητά
το δίκιο κ’ οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τις, με τα χέρια τους τον προσκαλούνε

Τάχα το θάμα κ’ έγινε; – πες μου το να στο πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν τη δικιά μας, πόσβυσεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζη και ζένεται – με το σκοπό της!


ΤΑ ΠΑΡΑΛΕΙΦΘΕΝΤΑ «ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΑ»

Στερνό ταξίδι

Σκεβρό σανίδι, πως στριγγά τριζοβολούν οι αρμοί σου,
ώρα την ώρα οι γοφοί σου θα ξεκλειδώσουν λες,
μα εσύ ταξείδια μελετάς στους δρόμους της αβύσσου,
ενώ οι παλιές στο σώμα σου κουφοδρομούν πληγές.

Στυλά τα μάτια στ’ άνοιγμα του λιμανιού η Γοργόνα
κρατάει, ψυχή ακατάλυτη, μες στο φθαρτό κορμί,
στα πελαγοδρομίσματα και στον αιώνιο αγώνα
τη μαθημένη νιώθοντας να τη φτερώνει ορμή.

Ώ, αλήθεια! Αντί αναγέλασμα της άστεργής σου μοίρας,
να ρεύης σκέλεθρο αχαμνό, στην άκρια ενός γιαλού,
κι αν είν’ γραφτό σου να σε πιη του πέλαου ο καταποτήρας,
πάρ’ ένα επίδρομο στερνό για κάπου πάντ’ αλλού.

[1923]

Πώς ερμηνεύεται το κείμενο ενός πεζογράφου όταν μεταφέρεται και παρατίθεται, στο πλαίσιο της διακειμενικότητας, εντός του κειμένου ενός άλλου πεζογράφου; Οι τρόποι με τους οποίους τα κείμενα του Παπαδιαμάντη έχουν παρατεθεί και βέβαια εξακολουθούν να παρατίθενται ή να εμπνέουν και, ως εκ τούτου, να αφήνουν τα ίχνη τους στα κείμενα άλλων συγγραφέων μέσω της ποικίλης διακειμενικότητας είναι, βέβαια, πολλοί και οπωσδήποτε πολύ διαφορετικοί. Κυμαίνονται, δε, από την πλήρη σχεδόν απόκρυψη της διακειμενικής επαφής (όπως στις περιπτώσεις που επισημαίνει ο Νάσος Βαγενάς, διαβάζοντας παράλληλα, αφενός, την «Έγκωμη» του Γιώργου Σεφέρη και το «Όνειρο στο κύμα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και, αφετέρου, το «Fog» του πρώτου και τον «Έρωτα στα χιόνια» του δεύτερου)[1] έως την ενσωμάτωση «παπαδιαμαντικού υλικού» από επιστολές, διηγήματα, τίτλους στο νέο (ή νεότερο) κείμενο – όπως γίνεται, επί παραδείγματι, στην ποίηση του Δημήτρη Κοσμόπουλου (έχω υπ’ όψιν μου το εκτενές Κρούσμα, Κέδρος, 22011) ή στο Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισαίου, του Μάνου Ελευθερίου (Καστανιώτης, 2001). Ο διάλογος, βεβαίως, δε γίνεται μόνον με τα κείμενα αλλά και με την ίδια τη μορφή του Παπαδιαμάντη ή με τη νοητή ανθρώπινη παρουσία του και κυμαίνεται και πάλι, από την έκταση ολόκληρων ποιημάτων, τα οποία, επιπλέον, μπορεί να φέρουν ως τίτλο το όνομά του (επί παραδείγματι, το «Παπαδιαμάντης» του Γιώργου Κοτζιούλα[2]), μέχρι τη συντομότατη (έως στιγμιαία, στη δεύτερη περίπτωση) αναφορά στον ίδιο και στο έργο του, όπως γίνεται στο διήγημα «Ο ντέτεκτιβ», από Το τέλος της μικρής μας πόλης του Δημήτρη Χατζή[3] ή στο διήγημα «Από την Αθήνα στα Γιάννινα αεροπορικώς σε μια ώρα και ¾ της ώρας» (1934) του Χρήστου Χρηστοβασίλη[4]. Ο Παπαδιαμάντης, όπως είπαμε, έχει εισχωρήσει και ως ιστορικό πρόσωπο (όπως αληθινά/ιστορικά πρόσωπα του περίγυρού του είναι εκείνα που κατοικούν και στα δικά του πεζογραφικά και ποιητικά έργα[5]) σε κείμενα άλλων συγγραφέων, είτε ως πρωταγωνιστής (αρκετά τέτοια παραδείγματα έχουν συγκεντρωθεί στην αφιερωματική Ανθολογία Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ με τα μάτια νεότερων λογοτεχνών του Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ) είτε και ως τριτεύον ή βουβό πρόσωπο (τέτοια είναι η περίπτωση της παρουσίας του, έστω και ψευδωνυμικής, στο μυθιστόρημα Τα δύο αδέλφια του Γιάννη Ψυχάρη).

Εδώ, ωστόσο, θα σταθούμε στο παράθεμα εκείνο από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Υπό την βασιλικήν δρυν» που ενσωματώνεται στο μυθιστόρημα Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, του Στράτη Μυριβήλη και στον εκεί σχολιασμό του.

Ως αρχική ιδέα παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα η αντίληψη ότι η τέχνη αναπαριστώντας τη φύση μπορεί να λειτουργήσει και θεραπευτικά. Έτσι, ο Στράτης Μυριβήλης βάζει τους δυο στρατιώτες-ήρωές του, τραυματίες κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, να αναγιγνώσκουν σελίδες από το διήγημα «Υπό την βασιλικήν δρυν» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη· θα αναγίγνωσκαν, δηλαδή, φράσεις σαν αυτές: «[…] ερρέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικήν δρυν. Οποίον μεγαλείον είχεν! Οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οι κλώνες της, γαμψοί ως η κατατομή τού αετού, ούλοι ως η χαίτη τού λέοντος, προείχον αναδεδημένοι, εις βασιλικά στέμματα. Και ήτον εκείνη άνασσα τού δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσα τής δρόσου…»[6] Ο άρρωστος στρατιώτης, φίλος του κεντρικού ήρωα του Μυριβήλη, ευχαριστήθηκε πολύ με την ανάγνωση της «Βασιλικής δρυός»: «— Είναι η χαρά τής γεροσύνης και της δύναμης, είπε με ενθουσιασμό στη φωνή. Αυτό είναι. Ένα τραγούδι τής υγείας. Σαν ύμνος, σαν δοξολογία. Η δρυς η βασιλική. Βουτά στέρεα τις ρίζες στο χώμα κι αγκαλιάζει τον ουρανό με τα μπράτσα της. Όμως…» Ο Βρανάς συνεχίζει για να διατυπώσει μια συγκλονιστική άποψη, πιθανότατα του ίδιου του Μυριβήλη, κατεξοχήν φυσιολάτρη και ενίοτε κυριαρχημένου από τη φύση συγγραφέα (όπως στην νουβέλα Ο Παν): «— […] Να… συλλογιόμουνα πως μολαταύτα υπάρχει μια αφάνταστη τραγωδία στα δέντρα. Εγώ… είμαι ένας δάσκαλος, και ποτές μου δε σκέφτηκα να κάνω ποίηση. [Παρατηρούμε εδώ με πόση διακριτικότητα ομολογεί ο Μυριβήλης μέσω του ήρωά του ότι (και αυτός)[7] εκλαμβάνει ως ποίηση το διήγημα του Παπαδιαμάντη]. Λοιπόν, τώρα δα που μου διάβασες αυτό το κομμάτι, κ’ εγώ τ’ άκουγα έτσι ακίνητος και φασκιωμένος σαν ένα βρέφος, στοχάστηκα μονομιάς αυτό το πράμα: Υπάρχει μια πικρή τραγωδία μέσα σ’ όλα τα δέντρα. Όλες αυτές οι βασιλικές δρυς, κι όλα τα πλατάνια κ’ οι λεύκες, ε; Λοιπόν όλα αυτά τα πλάσματα τού Θεού, που ξεχειλίζουν από δύναμη και υγεία, είναι καταδικασμένα σ’ όλη τους τη ζωή να μένουν αμετακίνητα. Για φαντάσου! Πολλά απ’ αυτά ζουν αιώνες. Και όλους αυτούς τους αιώνες, χιλιάδες μέρες και νύχτες, στέκουνται στην ίδια θέση… Ακόμα και να πάρει, συλλογίσου, φωτιά το δάσος, που όλα τα ζωντανά του θα τρέξουν όπου φύγει-φύγει να γλιτώσουν… Είναι φριχτό. Λοιπόν ένα μαμουνάκι, το πιο φτωχό απ’ όλα. Λογουχάρη ένα σκουληκάκι. Υπάρχει τίποτα πιο γυμνό από ένα σκουληκάκι; Ε, λοιπόν αυτό γράφει στα παλιά του την υγεία και τη δύναμη τής ”κραταιάς βασιλικής δρυός” τού Παπαδιαμάντη»[8].

Έτσι σχολιάζει μία από τις θεματικές πλευρές του διηγήματος ο ήρωας του Μυριβήλη. Και είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης φαίνεται να έχει προλάβει, κατά έναν τρόπο, την τόσο ένθερμα, και δικαίως, εκπεφρασμένη επιφύλαξη του ομότεχνού του, καθώς, λίγο αργότερα, στο ίδιο διήγημα, συνδυάζοντας τόσο απροσδόκητα και γι’ αυτό μαγικά τις Αμαδρυάδες νύμφες των αρχαίων Ελλήνων με τη θεραπεία του τυφλού από το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, αναφέρεται στο σημείο εκείνο όπου διαβάζουμε ότι ο τυφλός κατ’ αρχάς είδε τους ανθρώπους να περπατούν σαν κορμοί δέντρων και ύστερα τους είδε καθαρά (Κεφ. Η′, στ. 22-26). Πέρα, λοιπόν, από τις τόσες ερμηνείες και τους σχολιασμούς που έχουν γίνει με αφορμή αυτό το δημοφιλές αριστουργηματικό διήγημα του Παπαδιαμάντη, θα έπρεπε ίσως να ληφθεί υπ’ όψιν και μια πιθανή νύξη στην αρνητική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους: το έμψυχο δέντρο, οργανισμός αγνός και αυτάρκης, έδωσε τη θέση του στον δίποδο άνθρωπο, οργανισμό κάθε άλλο παρά αγνό και, επίσης, πλήρως εξαρτημένο, που, επιπλέον, απεργάζεται την καταστροφή της φύσης, όπως ο Βαργένης στο τέλος του διηγήματος. Με δεδομένο, δε, ότι στις παραπάνω επισημάνσεις οδηγηθήκαμε μέσω και της παράθεσης του αποσπάσματος και του αντίστοιχου σχολιασμού τής «Βασιλικής Δρυός» από τον Στράτη Μυριβήλη στη Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, γίνεται εδώ φανερή η δυνάμει συμβολή τής διακειμενικότητας στην καλύτερη κατανόηση τόσο του παραθέτοντος όσο και του παρατιθέμενου κειμένου.



Σημειώσεις


[1] Βλ. στο Νάσος Βαγενάς, Κινούμενος στόχος. Κριτικά κείμενα, Πόλις, 2011, σσ. 143-149, στο κείμενο με τον τίτλο «Σεφέρης – Παπαδιαμάντης: Ο έρωτας στην ομίχλη»· βλ. επίσης και την επιφύλαξη που διατυπώνει ως προς τη σχέση «Fog» – «Ο έρωτας στα χιόνια» ο Γιώργος Αριστηνός, στη βιβλιοκριτική του στο ένθετο Βιβλιοθήκη (εφημ. Ελευθεροτυπία), τχ. 672, 10 Σεπτεμβρίου 2011, σ. 3.

[2] Βλ. στο Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ με τα μάτια νεότερων λογοτεχνών, ανθολόγηση – επιμέλεια: Ηλίας Γκρης, Έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ, 2011, σ. 40.

[3] Βλ. στο Δημήτρη Χατζή, Το τέλος της μικρής μας πόλης. Διηγήματα, Ζώδιο, 1989, σ. 110: «Το πηγάδι είχε ξεραθεί, δεν το χρησιμοποιούσανε πια κ’ επειδή τα παιδάκια της γειτονιάς παίζαν όλη μέρα στην πλατεία, του ’χαν βάλει ένα ξύλινο σκέπασμα και το στερεώσαν όπως μπορούσαν καλύτερα πάνω στο χαμηλό φιλιατρό του, να μη πέφτουνε μέσα τα παιδάκια και γίνονται εκείνα τα δραματικά πράματα που διαβάζουμε στη ”Φόνισσα” κι άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη μας» (από το διήγημα «Ο ντέτεκτιβ»). Για τη σχέση του Δ. Χατζή με τον Αλ. Παπαδιαμάντη, βλ. και Άντεια Φραντζή, «Παρατηρήσεις πάνω σε μία μεταγραφή» και «Λίγα ακόμη για τον ”Ρεμβασμό…”», στο Ούτως ή άλλως: Αναγνωστάκης, Εγγονόπουλος, Καχτίτσης, Χατζής, Αθήνα, Πολύτυπο, 1988, σσ. 81-102, όπου, όμως, η ερευνήτρια θεωρεί λανθασμένα, όπως μόλις διαπιστώσαμε, ότι η πρώτη ρητή αναφορά του Δ. Χατζή στον Παπαδιαμάντη γίνεται το 1979 (21.12.79.) – η πρώτη ελληνική έκδοση της συλλογής Το τέλος τής μικρής μας πόλης είχε γίνει το 1963, ενώ και η οριστική έκδοση, με τις διορθώσεις του συγγραφέα, είχε κυκλοφορήσει το 1979.

[4] Βλ. στον τόμο Χρήστος Χρηστοβασίλης, Γιαννιώτικα Διηγήματα, Προλεγόμενα: Βασίλης Γκουρογιάννης, Επίμετρο: Δροσιά Κατσίλα, Ροές, 2007, σ. 191.

[5] Οπωσδήποτε τα ιστορικά – «επώνυμα», με συγκεκριμένο ιστορικό ρόλο, πρόσωπα διαφοροποιούνται από τα αληθινά πρόσωπα του ανθρώπινου περιβάλλοντος που εμπνέουν ένα συγγραφέα. Πάντως το ότι αυτά τα δεύτερα κατοικούν το λογοτεχνικό σύμπαν του Παπαδιαμάντη θεωρείται πλέον κοινός τόπος (ειδικά ύστερα και από την έκδοση του βιβλίου του Ιωάννη Ν. Φραγκούλα, Ανερεύνητες πτυχές της ζωής του Αλέξ. Παπαδιαμάντη (Ιωλκός, 1988, δεύτερη, επαυξημένη έκδοση το 2002), στο δεύτερο μέρος του οποίου ερευνώνται διεξοδικά τα βιογραφικά στοιχεία τής «Σκιαθίτικης προσωπογραφίας του παπαδιαμαντικού έργου»), ο οποίος φαίνεται πως συνεχώς πλουτίζεται με περαιτέρω καταθέσεις.

[6] Βλ. «Υπό την βασιλικήν δρυν» στο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τόμος τρίτος, Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα, 1984, σσ. 327-331, στον ψηφιακό δίσκο της έκδοσης από το Ίδρυμα του Θησαυρού της Ελληνικής Γλώσσας, «Ειδική έκδοση για τα 150 χρόνια από τη γέννησή του [του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη]», Υπεύθυνος έργου για το Ίδρυμα «Θ.Ε.Γ.»: Αναγνωστόπουλος Χ. Αθανάσιος.

[7] Βλ. σχετικά στο Νάσος Βαγενάς, Κινούμενος στόχος, Κριτικά κείμενα, Πόλις, 2011, σ. 144, όπου γίνεται ενδεικτική αναφορά στην πρόσληψη του Παπαδιαμάντη ως ποιητή από τους Νιρβάνα, Ελύτη, Σεφέρη.

[8] Βλ. Στράτη Μυριβήλη, Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 30ή έκδοση, 2005, σ. 40.

Σταυρούλα Γ. Τσούπρου

Πηγή: diastixo.gr

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα