Blogger Template by Blogcrowds.


Στρατής Μυριβήλης
[…]  Είταν μια νύχτα διάφανη, παγωμένη. Από πάνω, απλωμένος σε όλη του τη δόξα, ένας ουρανός μενεξελής, κεντημένος με αμέτρητα άστρα που σπίθιζαν. Να τόνε χτυπούσες μ’ ένα ασημένιο σφυράκι, θα κουδούνιζε το κρύσταλλό του. Δε φυσούσε, δε χιόνιζε, δεν έβρεχε. Μια γαλήνη απλωνόταν παντού, δεν ακουγόταν παρά το ποτάμι που τραγουδούσε το τραγούδι της αιωνιότητας. Όμως ο ήχος του είταν έτσι μόνιμα δεμένος με το τοπίο που δεν τάραζε την ειρήνη της νύχτας. Το χοντρό ρολόϊ του λοχία έλεγε μεσάνυχτα. Είχαν γυρίσει από το νούμερό τους οι άντρες της υπηρεσίας. Βγάζανε τις μαντύες, λύνανε τις κουκούλες που σκέπαζαν τ’ αυτιά. Κρέμαζαν στον τοίχο το όπλο και κύκλωναν το μεγάλο παραγώνι, τρίβοντας τις ξυλιασμένες παλάμες μπροστά στις φλόγες. Μερικοί πολεμούσαν να τυλίξουν χοντρό τσιγάρο με τα ξυλιασμένα τους δάχτυλα, κάποιος που είχε ξυπνήσει από τη φασαρία, παραπονιόταν πως γιόμιζε ο καπνός το Φυλάκιο και ο λοχίας συμβούλευε αυτούς που κάπνιζαν να φυσάνε τον καπνό μέσα στο τζάκι για να τον παίρνει ψηλά η καμινάδα.  Αν έκανε ν’ ανοίξει κανείς την πόρτα, ο αγέρας του δωματίου πάγωνε από το ρεύμα, πούμπαινε, μαχαίρι. Την ανοίγαμε κάπου – κάπου, γιατί η ζεστασιά από το παραγώνι έκανε πιο δυσάρεστη τη βρώμα από άρβυλα.
  Κείνη την ώρα μισοάνοιξε την πόρτα ο ένας από τους διπλοσκοπούς του γεφυριού. Πρόβαλε μέσα το κεφάλι, μπαμπουλωμένος με το κασκόλ πάνω από το πηλίκιο, και είπε:
- Καμπάνες ακούγονται, κυρ’ λοχία.
  Όλοι, όσοι είτανε ξυπνητοί, έστησαν αυτί. Καμπάνες μέσα σ’ αυτή την ερημιά, πρώτη φορά συνέβαινε κάτι τέτοιο.
- Από πού έρχονται; ρώτησε ο λοχίας.
- Κάτου, από τον κάμπο τις φέρνει ο αγέρας. Από το Βλάντοβο μεριά, θαρρώ.
- Καμιά επιδρομή κομιτατζήδων; ρώτησε ανήσυχα μια φωνή.
  Κανείς δεν απάντησε. Μόνο ο λοχίας έκανε «για στάσου», έβγαλε από την τσέπη ένα φτηνό ημερολόγιο, λογάριασε με το νου του, μέτρησε στα δάχτυλα και είπε πρόσχαρος:
- Μωρέ, είναι Χριστούγεννα, μωρέ! Χριστούγεννα! Και μας κοίταξε έναν έναν. Ύστερα γύρισε και κοίταξε αφαιρεμένος πολλήν ώρα τη φωτιά.
  Ο λόγος έπεσε σα σύνθημα ειρήνης ανάμεσα στους φαντάρους. Ξύπνησαν όλοι, ανακάθησαν και κουβέντιαζαν.
- Πάμε ν’ ακούσουμε. Πρότεινε ένας.
  Σηκώθηκαν όλοι, φόρεσαν τάρβυλα και τη μαντύα και βγήκαν στο ύπαιθρο. Κι ο λοχίας μαζί. Σταθήκαμ’ εκεί, στην άκρη του γεφυριού κι αφουγκραζόμασταν τη νύχτα. Στην αρχή, τίποτα. Κατόπι ο ήχος από τις καμπάνες ήρθε από μακριά. Γλυκός, χαρμόσυνος σαν ένα καλό μήνυμα.
- Άκου!... έλεγαν σιγά – σιγά ο ένας στον άλλον.[…]

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα