Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ | ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ (Ένα ηλιοβασίλεμα)
Αναρτήθηκε από logotexnika.blogspot.com στις 10:09 μ.μ.Στρατής Μυριβήλης |
Πριν λίγο γύρισα από το
σπίτι του Παλαμά. Πήγαμε με τον Πρωτοπάτση, για να μπορέσει ο καλλιτέχνης να
πάρει μερικά σκίτσα του ποιητή μας. Ήταν εκεί ακόμα ένας ποιητής. Ο Μάρκος
Τσιριμώκος. Και όσο ο Πρωτοπάτσης ζωγράφιζε, εμείς οι άλλοι κουβεντιάζαμε.
Με την ελπίδα πως αυτή η
κουβέντα, όσο πρόχειρη κι αν είταν, έχει κάποιο ενδιαφέρο, μεταφέρω εδώ τα
κυριότερά της σημεία – άκρες μέσες – όσο είναι βολετό να το κάμω. Η μορφή του
Παλαμά είναι πάντοτε η υψηλότερη πνευματική κορυφή της σύγχρονης Ελλάδας και
κάθε τι που αφορά τη μεγάλη προσωπικότητά του μας ενδιαφέρει όλους.
Ο ποιητής του «Γύφτου» βρίσκεται σήμερα στο ηλιοβασίλεμα
της ένδοξης και γόνιμης ζωής του. Κράτησε μισόν αιώνα την παντοκρατορία του
έντεχνου λόγου, μπήκε ζωντανός μέσα στην Ιστορία της πνευματικής Ελλάδας, πλάι
στο Σολωμό, και πλάτυνε για όλο το Γένος τους ορίζοντες του πνεύματος και της
χαράς. Από τον Παλαμά και πέρα, όλοι όσοι γράφουν και σκέφτονται σε τούτο τον
τόπο, όπως κι αν γράφουν, όπως κι αν σκέφτονται, ό, τι κι αν πιστεύουν, δεν
κάνουν άλλο παρά να χτίζουν πάνω στα θεμέλια που μας άνοιξε και ν’ ακουμπούν
πάνω στα μεγάλα αγκωνάρια που Εκείνος ρίζωσε με τα τιτανικά του χέρια. Είναι
μια μορφή που γιόμισε τον αιώνα της και που θα προβάλλεται πάντα στους
κατοπινούς αιώνες. Σεβαστή, αγνή, αγαπημένη και αρχοντική από ευγένεια και
ψυχικό πλούτος.
Σήμερα ο Παλαμάς
ηλιοβασιλεύει μέσα στα σεπτά του οράματα, και είναι συγκινητική η δύση ενός
ήλιου που γέρνει πίσω από ένα δάσος δάφνες του Απόλλωνα. Φίλησα με σεβασμό κι
αγάπη το λεπτό και νευρικό του χέρι και ξανάβλεπα τα μάτια του, που τόσο τα
ξέρουμε, τα μάτια του Παλαμά, ζωηρά και ανήσυχα, πάντα κάτω από τα φρύδια του.
Κείνα τα φρύδια τα παράξενα που μοιάζουν σα φτερούγες πουλιών. Αυτή την
εντύπωση μου ‘διναν πάντα. Δυο πουλιά όμορφα κι άγρια, που χαίρουνται τα
μακρινά και επικίνδυνα πετάγματα προς τον ορίζοντα και προς την κορυφή τ’
ουρανού. Είχαν το κεφάλι τους κρυμμένο κάτ’ απ’ τις φτερούγες και κάτω απ’ εκεί
έβγαινε η σπαθωτή ματιά τους και σε άγγιζε. Σα φως και σα βέλος και σαν
αστραψιά.
Τώρα τα φρύδια του
άσπρισαν. Είναι δυο φτερούγες αητίσιες που τις χιόνισε ο καιρός. Υπάρχει στη
συλλογή του Πολίτη ένα μεγαλόπρεπο δημοτικό τραγούδι, από τα μεγαλουργήματα του
λαού μας. Λέει για έναν αητό που στέκεται χιονισμένος, άσπρες είναι οι
φτερούγες του από το χιόνι, και κρούσταλλα κρέμονται από τα νύχια του. Λυώνουν
τα χιόνια από πάνω του, τρέχουν και τα δάκρυά του. Μόνο, που κάτω από τις
άσπρες φτερούγες των ματιών του Παλαμά στράφτουν πάντοτε τα δυο του μαύρα μάτια
από τις σκοτεινές φωλιές τους, στράφτουν και μιλούν.
Για όλα ενδιαφέρεται, για
όλα νοιάζεται, για όλα παθαίνεται. Η μνήμη δεν είναι η ίδια, βέβαια, πια, κι ο
μεγάλος τεχνίτης της εθνικής γλώσσας, που δούλεψε όσο κανείς άλλος πάνω στ’
αμόνι του γύφτου του τον ποιητικό λόγο του έθνους, κομπιάζει να βρει τις λέξεις
που του χρειάζονται. Είναι η αναπόφευκτη φθορά που προξενεί ο πανδαμάτωρ. Αλλά
ο ποιητής μένει πάντα εκεί ξυπνητός όλες τις ώρες, όλες τις στιγμές της ζωής.
Κανένας άλλος δεν υπήρξε όσο ο Παλαμάς τίποτ’ άλλο από ποιητής.
Μιλούσαμε για τις Σχολές.
Ο Παλαμάς λέει ζωηρά:
- Ο Ουγκώ είναι ο μεγάλος
ποιητής της Γαλλίας. Ο Ποιητής της Γαλλίας. Τί πάει να πει ρομαντισμός,
κλασικισμός, υπερρεαλισμός. Το σπουδαίο και το μόνο που υπάρχει είναι η ποίηση.
Αυτή μπαίνει παντού, τα δικαιώνει όλα και τα σώζει όλα. Αυτή υπάρχει μόνο και
φτάνει!
Λέγαμε για την τελευταία
κίνηση του γαλλικού καθολικισμού, απ’ αφορμή τις διαλέξεις του Ανρί Γκιγιεμέν,
αυτού του γοητευτικού μυστικιστή, που αναστάτωσε τούτες δω τις μέρες τη
διανοούμενη κοσμικήν Αθήνα.
Ο Παλαμάς ακούει τις
απόψεις του καθενός, ακούει και τον κ. Τσιριμώκο, που αστειευόμενος τον
αποκαλεί «νιχιλιστή». Ακουμπά το κεφάλι πίσω στην πολυθρόνα του, χαμογελά και
λέει:
- Εγώ δεν είμαι τίποτα
άλλο από έναν άνθρωπο που κάνει στίχους. Σαν πετύχω ένα στίχο, είμαι
ευτυχισμένος και δε γυρεύω άλλο! Αυτός είναι ο νιχιλισμός μου. Με απασχολεί
τώρα τελευταία ένα τραγούδι. Θέλω να το γράψω πριν φύγω. Είναι το τραγούδι για
τα ογδόντα μου χρόνια. Υπάρχει τόσον καιρό μέσα στο κεφάλι μου, το ξέρω πως
υπάρχει και δεν ξέρω ακόμη τί μορφή θα ‘χει. Αυτό, «Τα ογδόντα μου χρόνια».
- Να το γράψεις, Κωστή,
λέει ζωηρά ο κ. Τσιριμώκος. Θα ‘ναι κάτι ωραίο. Να το γράψεις γρήγορα.
Ο Παλαμάς χαμογελά πικρά.
- Γρήγορα;… Θέλεις να πεις
πως πρέπει να βιαζόμαστε, για να προφτάσομε.
Χτυπώ ξύλο.
- Ευτυχώς, δεν έχετε ακόμη
φόβο, του λέω. Σας βρίσκω καλύτερα από κάθε άλλη φορά.
Ο ποιητής αγκιστρώνεται
από τη λέξη μου με πείσμα.
- Αμ’ αυτό ίσα-ίσα! Όλοι
μου λέτε πως είμαι καλύτερα. Αυτό σημαίνει ακριβώς πως δεν είμαι καλά. Η
αλήθεια είναι πως κουράζομαι. Πηγαίνω στο γραφείο, γράφω δύο φράσεις και κατόπι
έρχομαι στην πολυθρόνα για να ξεκουραστώ.
Ο Πρωτοπάτσης, όλη αυτή
την ώρα, δουλεύει αδιάκοπα. Έχει τελειώσει δυο σκίτσα του Παλαμά, που θα του
χρησιμέψουν, μαζί με άλλα παλιότερα που του έχει κάμει, για να επεξεργαστεί τη
φυσιογνωμία του, τελειωτικά, σε χαλκογραφία. Είναι δυο σχέδια θαυμαστής
ζωντάνιας κ’ εκφραστικότητας.
Ο Παλαμάς τα κοιτάζει
συλλογισμένος. Ψιθυρίζει μελαγχολικά:
- Είναι η εικόνα των
γηρατειών μου εδώ…
Την ώρα που τον
καληνυχτίζουμε για να φύγουμε, κρατά το χέρι μου μέσα στις δυο του παλάμες και
μου λέει τούτη την παράξενη, όσο και σωστή, σκέψη:
- Μην κάνεις πολύν καιρό
να μου ξανάρθεις, γιατί όταν έχω καιρό να δω έναν άνθρωπο, αρχίζω να φτιάχνω
μέσα στη φαντασία μου το πρόσωπό του από τ’ όνομά του. Φρόντισε λοιπόν να
μοιάζεις με τον εαυτό σου όταν θα σε ξαναϊδώ.
Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου