Blogger Template by Blogcrowds.


Έρνεστ Χέμινγουεϊ
  Τα σύννεφα είχαν σηκωθεί πάνω απ’ τη στεριά κι έμοιαζαν με βουνά πανύψηλα, ενώ η ακτή φαινόταν μόνο σα μια πράσινη γραμμή με τους γκριζογάλανους λόφους της να ξεχωρίζουν πίσω της. Τα νερά είχαν γίνει τώρα βαθυγάλαζα κι ήταν τόσο σκοτεινά, που έμοιαζαν πορφυρά. Καθώς κοίταξε βαθιά μέσα τους, είδε την κόκκινη απόχρωση του πλαγκτόν μες στα σκοτεινά νερά και την περίεργη αντανάκλαση των αχτίνων του ήλιου πάνω τους. Έριξε μια ματιά στις πετονιές του και τις είδε να χάνονται ολόισια κάτω μες στα σκοτεινά νερά. Η ψυχή του φτερούγισε από χαρά, που είδε τόσο πολύ πλαγκτόν, γιατί σήμαινε πολλά και μεγάλα ψάρια. Οι παράξενες αποχρώσεις των αχτίνων του ήλιου πάνω στο νερό, τώρα που ο ήλιος είχε ανέβει ψηλότερα, ήταν σημάδι καλού καιρού όπως και τα σχήματα των σύννεφων πάνω απ’ τη στεριά. Το πουλί δε φαινόταν πουθενά τώρα πια και τίποτα δε φαινόταν πάνω στην επιφάνεια του νερού εκτός από μερικά μέρη με κίτρινα, ξεπλυμένα απ’ τον ήλιο φύκια των Σαργασών και την πορφυρή, ιριδίζουσα, ζελατινώδη μορφή μιας θαλασσομάνας που απέπλεε πλάι στη βάρκα. Σε μια στιγμή γύρισε στο πλάι αλλά μετά από λίγο ξαναγύρισε στην προηγούμενη θέση της. Έπλεε ξέγνοιαστη σα φούσκα σέρνοντας ένα μέτρο πίσω της μέσα στο νερό τα θανατηφόρα πλοκάμια της.
  «Agua mala», είπε ο γέρος. «Πουτανίτσα».

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα