Blogger Template by Blogcrowds.


Ιωάννης Γρυπάρης

ΣΚΑΡΑΒΑΙΟΙ

Ο όρθρος των ψυχών

Τ’ αστέρια τρεμοσβύνουνε κ’ η νύχτα είναι λίγη
με φως χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν
κι ολόγυρά του, όπου στραφή το μάτι σου, ξανοίγει
εδώ κορμιά εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν.

Φίλους κ’ εχθρούς ο θάνατος σ’ ένα τραπέζι σμίγει
όπου ταγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν·
χαρά στον όπου γλύτωσε, χαρά στον πόχει φύγη,
μα όσους το βόλι εξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.

Κι άξαφνα ορθός ο Σαλπιχτής πηδάει ο λαβωμένος,
στριγγή φωνή και σπαραχτήν η σάλπιγγα του βγάζει
που λες τον ίδιο της χαλκό –κι όχι αυτιά– σπαράζει.

Μα δεν ξυπνάει στο ορθινό κανένας πεθαμένος,
μόν' τα κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά σα νάναι
των σκοτωμένων οι ψυχές που στα ουράνια πάνε.


ΤΕΡΡΑΚΟΤΤΕΣ

Δικό μου φως

Μεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη
λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ως πέρα
το φως της μες στον έρημον αιθέρα
της νύχτας όλα τάλλα φώτα σβύνει.

Μα εκεί βαθιά που ροδοφέγγει η μέρα
όταν μικρή ζωή στη νύχτα μείνη,
έν’ άστρο λίγο μα δικό του χύνει
φως τρέμιο από την άγνωστή του σφαίρα.

Κ’ είπα: τέτοιο καλό μακριά ΄πο μένα,
αφού κοντά σε μεγαλεία ξένα
ό,τι σιμώνει το δικό του χάνει,

Καλύτερα μακριά και μοναχός μου!
σε μια άγνωστη κρυφή γωνιά του κόσμου
λίγο μα και δικό μου φως με φτάνει.


ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Στη δύση της γενεάς

Πες μας τους πόνους πούπες και ξανάπες·
- Με μοίρανε στα σπάργανά μου η Μοίρα
να τραγουδάω τις στείρες τις αγάπες
και τάκαρπα φιλιά να κλαίω τα στείρα.

Πέρ’ από μένα δε θα καναζήση
Η αρχαία μας γενεά – πάπποι προσπάπποι,
και πάντα μες το ρόδινο μεθύσι
θα πνίγω μόνος τη στερνή μου αγάπη.

Κ’ έσωσα πρώτος όπου σώνει ο δρόμος
που η Θάλασσα η Νεκρή τον κόβει, η μαύρη·
της τρίτης γενεάς μου ο κληρονόμος!
το ξένο κρίμα μου άφταιγος δε θάβρη.

Δε θαναζώ, συνόριστος δεσπότης,
σε μια βαθιά γωνιά του αίματός του
να τρυγάω τον πρώμο ανθό της νιότης
σαν το κρυφό σκουλήκι πόθου αρρώστου.

Σώνω στερνός εκεί που σώνει η στράτα
που εμπρός το δάσος το άβατο την κόβει·
μέσα θρηνούν τανώφελα τα νιάτα
και των τελείων θανάτων κλαιν οι φόβοι.


ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΦΡΥΔΗΣ

Ο πραματευτής

Ήρθε απ’ την Πόλη νιος πραματευτής
με διαλεχτή πραμάτεια,
μ’ ασημικά και χρυσικά
και με γλυκά και μαύρα μάτια.

Κ’ οι νιες ποθοπλαντάζουν του χωριού
στις πόρτες και στα παραθύρια,
κ’ οι παντρεμένες ξενυχτάν
για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια.

Τρίζωστη ζώνη ολόχρυση φορεί
σε δαχτυλίδι μέση,
και πια η ωραία η Χήρα δε βαστά:
- Πραματευτή, πολύ μ’ αρέσει
η ζώνη που φορείς κι ό,τι να πής
σου τάζω κι άλλα τόσα…
- Δεν την πουλώ με ουδέ φλουριά
με ουδ’ όσα κι άλλα τόσα γρόσσα·
έτσι, ωραία, ωραία – πώς να σε πως,
ρόδο ή κρίνο;
ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου εύρω δυο τη δίνω…
- Σύρε ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά,
πραματευτή με τα ώρια μάτια,
και κει σου φέρνω την τιμή
και παίρνω την πραμάτεια.

Τραβάει ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά
και στου μεσημεριού τη στάλα
φτάνει στην Ώρια τη σπηλιά
σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τη μούλα στην ξυνομυλιά
που ησκιώνει εμπρός στο σπήλιο,
στα μάτια του που τον πλανάν
βάζει συχνά το χέρι αντήλιο
και τρώει και τρώει τη στράτα του χωριού,
δε φαίνεται κι ουδέ γρικιέται
και μπαίνει μέσα στη σπηλιά
κι αποκοιμιέται…

Μέσα στη στοιχειωμένη τη σπηλιά
που αποσταμένος γέρνει,
ύπνος τις φέρνει, ύπνος τις παίρνει:
Νεράϊδες περδικόστηθες στητές
και μαρμαροτραχήλες
ανήσκιωτα κορμιά, αδειανά
διανέματα κι ανατριχίλες,
στις κομπωτές πλεξούδες των φορούν
νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια
κ’ έχουνε κρίνους δάχτυλα
κ’ έχουν ροδόφυλλα για νύχια
κι ελιόμαυρες λαμπήθρες
– τέτοιες με μέλι σύγκερο μεστές
οι Υβλαίες κερήθρες –
Και μια, η Εξωτέρα η Παγανή,
παγάνα του θανάτου,
χτυπάει το νιο πραματευτή
και παίρνει τα συλλοϊκά του.

Τώρα στη χώρα ο νιος πραματευτής
κλαίει και λέει πάλι εκείνο:
- Ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου εύρω δυο τη δίνω
τη ζώνη πόπλεξε η καλή – ώ ένα φιλί,
η αρρεβωνιαστικιά μου,
με πλάνεσε μια ξωτικιά στην ξενητειά
και πήρε τα συλλοϊκά μου!


ΕΛΕΓΕΙΑ

Εστιάδες

Βαθειά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν' απ’ την Πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή – κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι.

«Έσβυσε η άσβυστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
οχι μ’ ελπίδα πως μπορεί νάν ψεύτρα η συμφορά
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.

Θαρρείς νεκροί κι απάρηασαν τα μνήματ’ αραχνά
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση,
κ’ ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά
μην τύχη τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήση.

Μ’ ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφυλλητό σκυφτοί
προς της Εστίας το Ναό τραβούνε
και μπρος στην Πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να ιδούνε.

Και βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ’ ανωφέλευτο ντυμένες
στον προδομένο το Βωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Εστιάδες τις σεμνές, μα κολασμένες.

Το κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη ανεμελιά
κι αραθυμιά – σαν της δικής μας νιότης!
μα η Άγια η Φωτιά, μια πόσβυσε, δεν την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.

Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινοσύνη,
του κάκου! Στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ούδ’ έλπιση δεν έχει μείνη.

Κ’ είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία· εχτός
αν πρι ο καινούργιος ο ήλιος ανατείλη
κάμη το θάμα του ο ουρανός και στ’ άωρα της νύχτας
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλη.

Κι αν είν και πέση απάνω τους, ας πέση! Όπως ζητά
το δίκιο κ’ οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τις, με τα χέρια τους τον προσκαλούνε

Τάχα το θάμα κ’ έγινε; – πες μου το να στο πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν τη δικιά μας, πόσβυσεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζη και ζένεται – με το σκοπό της!


ΤΑ ΠΑΡΑΛΕΙΦΘΕΝΤΑ «ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΑ»

Στερνό ταξίδι

Σκεβρό σανίδι, πως στριγγά τριζοβολούν οι αρμοί σου,
ώρα την ώρα οι γοφοί σου θα ξεκλειδώσουν λες,
μα εσύ ταξείδια μελετάς στους δρόμους της αβύσσου,
ενώ οι παλιές στο σώμα σου κουφοδρομούν πληγές.

Στυλά τα μάτια στ’ άνοιγμα του λιμανιού η Γοργόνα
κρατάει, ψυχή ακατάλυτη, μες στο φθαρτό κορμί,
στα πελαγοδρομίσματα και στον αιώνιο αγώνα
τη μαθημένη νιώθοντας να τη φτερώνει ορμή.

Ώ, αλήθεια! Αντί αναγέλασμα της άστεργής σου μοίρας,
να ρεύης σκέλεθρο αχαμνό, στην άκρια ενός γιαλού,
κι αν είν’ γραφτό σου να σε πιη του πέλαου ο καταποτήρας,
πάρ’ ένα επίδρομο στερνό για κάπου πάντ’ αλλού.

[1923]

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα