Blogger Template by Blogcrowds.


Μύθος

Στρατής Μυριβήλης
  Μέσα στην καφτερήν ηλιοκαταιγίδα που έδερνε το χωράφι στο καταμεσήμερο, έπεσε – ολότελα φυσιολογικά – μι’ αχυρουλή φρέσκη καβαλίνα. Είτανε τέλεια στη φόρμα της, ολόξανθη, σαν ένας βώλος χρυσάφι, και κάπως ρομαντικά, σαν πούναι λίγο – πολύ όλες οι ξανθές αναιμικές ντεμουαζέλες του καλού κόσμου. Κοίταξε ένα γύρω το χωράφι, που θροούσε ευχαριστημένο κάτω απ’ τη φλογερή πύρα, καμάρωσε και τη χρυσαφάδα τη δικιά της, και γοητεμένη, αφαιρέθηκε να κοιτάει τον καταράχτη του φωτός, που χυνότανε απ’ τη κορυφή τουρανού.
  - Πού βρέθηκα εδώ;… πώς βρέθηκα εδώ; Αναρωτιότανε κάπως χαζά, και συλλογιότανε μεγαλόφωνα, σα δραματική ηρωΐδα του παλιού καλού θεάτρου.
  Ένας μπόμπιρας, που βούϊζε πάνωθέ της, την άκουσε και της απάντησε με πολύ σοβαρό ύφος αξιωματικής κριτικής:
  - Μα δεν το ξέρετε; Πέσατε από ψηλά. Πέσατε εκ των άνω!
  Κι αυτή τόδεσε σε καλό πανί, κατακαμάρωσε, κ’ ένιωσε την κατάξανθη αριστοκρατική καρδούλα της νανεγαλλιάζει από την ευτυχία της αξίας της.
  - Είμαι το λοιπόν, Ηλιογέννητη… είμαι ένας βώλος χρυσάφι, ατόφιο χρυσάφι, που έσταξε από το μεγάλο άστρο. Τί χάρη που την έχουμε, λέω ωστόσο, εμείς τα ευγενή μέταλλα…
  Μια παρέα κοντόφαρδες ντομάτες, που ωρίμαζαν ήσυχα λίγο παρέκει, καταπίνοντας ήλιο και μεταβάλλοντάς τον σε μπελτέ, άκουσαν την ανακραυγή της Ηλιογέννητης που έτρεμε από συγκίνηση και περιφάνεια, και τις έπιασε ένα τέτοιο τρανταχτό γέλιο, που τα πληθωρικά τους μάγουλα, τα χωριάτικα, τσίτωσαν να σκάσουν.
  Είπαν μ’ ένα στόμα:
  - Σιγά τον πολυέλαιο!
  Η Ηλιογέννητη τις έριξε μια ματιά λοξή, γεμάτη ευγενική συγκατάβαση και ψιθύρισε:
  - Έχουνε δίκιο να γελάνε έτσι πρόστυχα οι φτωχές. Αυτές είχανε την κακοτυχιά νάναι από γεννήσο τους χυδαία υποκείμενα. Δεν είναι βολετό να μ’ αιστανθούν και να με νιώσουν. Είναι άλλο πράμα να πέσει κανένας απ’ τον ουρανό, εκ των άνω. Νάναι μια χοντρή στάλα ολόχρυση απ’ τη μαλαματένια καρδιά του Ήλιου, που έλυωσε ένα αυγουστιάτικο μεσημέρι…
  Και μονομιάς ξεχείλισε η ξανθιά καρδούλα της από ασυγκράτητη ευγνωμοσύνη προς τον ένδοξο γονιό της, κ’ ένιωσε ένα κύμα δακρυσμένου αλτρουισμού και συμπόνιας να την πλημμυράει για όλα τα φτωχά και ταπεινά πράματα του κόσμου. Είταν ένα αληθινό φιλανθρωπικό ταλέντο, που μπορούσε σίγουρα να κάνει πολύ καλό σε τούτο τον ντουνιά για νανακουφίσει τη δυστυχία των παρακατιανών. Και ποιος ξέρει πόσο συγκινητικά θα τέλειωνε τούτη η ιστορία, α δε λάχαινε κείνη την ώρα ίσα – ίσα να περνάνε δίπλα της δυο μαύροι βρωμοκάνθαροι.
  Είταν ακάθαρτοι και χοντροί μέσα στα ράσα τους τα λασπωμένα, σαν αγιορίτες καλογέροι, και κάνανε μεγάλες χαρές μόλις μυριστήκανε το κελεπούρι. Την πασπάτεψαν από δω, την πασπάτεψαν από κει με τα βρώμικα ποδάρια τους και σαν τήνε βρήκαν αρκετά στρογγυλή και καλοφορμαρισμένη, ακούμπησαν τα μπροστινά τους χάμου, και βάλθηκαν σπρώχνοντας με τα πίσω πόδια τους, ά και ά, να την κυλάνε προς τη φωλιά τους, με πολύ κουράγιο.
  Η καβαλίνα αχνίζοντας από ιερήν οργή, φώναξε:
  - Καλέ, πού με κυλάτε έτσι δα, βρωμοζωΰφια; Εμένα, ένα κομμάτι καθαρό χρυσάφι; Πρώτη φορά θα σας έτυχε να βρεθείτε μπροστά σ’ ένα «ψήγμα» ατόφιο μάλαμα!
  Οι βρωμοκάνθαροι σταμάτησαν ιδρωμένοι και κοίταξαν κοροϊδευτικά το «ψήγμα». Ύστερα της είπανε μ’ ένα στόμα:
  - Εμείς βρωμοζωΰφια: Πόσο μας αδικείς, κυρά μου! Εμείς; Μα δε μας γνώρισες, το λοιπόν, πως είμαστε τραπεζίτες που καταλάβαμε την αξία σου και σε πάμε ίσια στο θησαυροφυλάκιο της Εθνικής; Ορίστε. Κοίτα και τις ρεντικότες μας!
  Και σε μιαν αποτυχημένη ρεβεράντα, τις γύρισαν πάλε τις ράχες, φτύσανε μια στις φούχτες τους, και όλο καρδιά ξαναμπήχτηκαν στη δουλειά τους τραγουδώντας παράφωνα το «Βαρκάρη του Βόλγα».


Το γαλάζιο βιβλίο (1939) τιμήθηκε την επόμενη χρονιά με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας (κριτική επιτροπή: Π. Πρεβελάκης, Μ. Αυγέρης, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος). Το βιβλίο θα τιμήσει και η Ακαδημία Αθηνών με έπαινο και χρηματικό έπαθλο, αλλά ο Μυριβήλης θα αρνηθεί την τιμητική διάκριση.


ΤΑΣΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1990:
Επιθυμώ ακόμη να αναφερθώ στις συλλογές διηγημάτων με τους χρωματικούς τίτλους: Το πράσινο βιβλίο, Το κόκκινο βιβλίο, Το βυσινί βιβλίο, Το γαλάζιο βιβλίο, για να τονίσω πόσο ο Μυριβήλης, σε ευτυχισμένες ώρες της έμπνευσής του, ανανέωσε ένα είδος με τόσο πλούσια παράδοση στη λογοτεχνία μας. Το χιούμορ, ο σαρκασμός, η ειρωνεία, η αλληλοσυσχέτιση του συμβολικού με το πραγματικό, του νοητού με το απτό, η διαδοχή του ιλαρού απ’ το τραγικό, του φαιδρού από το αποτρόπαιο προβάλουν σε συνθέσεις μοναδικού θελγήτρου και μορφικής τελειότητας. Τις σελίδες τους τις διατρέχει μια διεγερτική χνωτιά αρσενικάδας, ένα πνεύμα παγανιστικό. Ο έρωτας είναι το κυρίαρχο γεγονός – ένας έρωτας συγκλονιστικός, πάθος σαρκικό, που την ανάφλεξή του την προκαλεί κάτι το δαιμονικό, εισχωρώντας στο σύμπλεγμά του για να προδιαγράψει μια μοιραία συχνά κατάληξή του. Στις αισθήσεις εμπιστεύεται ο Μυριβήλης να του αποκαλύψουν το μυστικό της ζωής – το νόημα του κόσμου. Κάθε μεταφυσική ερμηνεία του τη θεωρεί παραπλανητική. Μέσα από αυτό το εύθραυστο ηχείο, το σώμα, ακούει τη σιβυλλική σιωπή – ό, τι αποκαλούμε ένστικτο – να συνοψίζει τη σοφία μιας αρχέγονης πείρας. Σ’ αυτή την άσφαλτη πείρα θεμελιώνει τη συμπεριφορά των ηρώων του. Το σώμα, γι’ αυτόν, δημιουργεί δεσμούς αγάπης αλλά και αιχμές μίσους. Μέσα απ’ τις σελίδες τους αυτοψυχογραφείται ένας επικούρειος, ο φίλος των ταπεινών ανθρώπων, ο εραστής του γυναικείου φύλου, ο αντικληρικός, ο εχθρός της λογιότητας, ο φανατικός πιστός στις έννοιες έθνος και ελληνισμός – αμετακίνητος πια στο βάθρο του ως ο αναμφισβήτητος ¨κλασικός¨ της γενεάς του.

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα