Blogger Template by Blogcrowds.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
[…]  Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισχώρει μορμυρίζον, χορεύουν με ατάκτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το λίκνον του και λαχταρεί να σηκωθεί και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που το έψαυσε – καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου δια να «αρμυρίσουν» εις την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά και μαγεία, και την «ελιμπίστηκα», κι ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον Άυγουστον μήνα.
  Ανέβασα το κοπάδι μου ολίγον παραπάνω από τον βράχον, ανάμεσα εις δύο κρημνούς και εις ένα μονοπάτι, το οποίον εχαράσσετο επάνω εις την ράχην. Δι’ αυτού είχα κατέλθει, και δι’ αυτού έμελλα πάλιν να επιστρέψω εις το βουνό την νύκτα εις την στάνην μου. Άφησα εκεί τα γίδια μου, δια να βοσκήσουν εις τα κρίταμα και τας αρμυρήθρας, αν και δεν επεινούσαν πλέον. Τα εσφύριξα σιγά δια να καθίσουν να ησυχάσουν και να με περιμένουν. Με άκουσαν κι εκάθισαν ήσυχα. Επτά ή οκτώ εξ αυτών τράγοι ήσαν κωδωνοφόροι και θα ήκουον μακρόθεν τους κωδωνισμούς των, αν τυχόν εδείκνυον συμπτώματα ανησυχίας.
  Εγύρισα οπίσω, κατέβην πάλιν τον κρημνόν, κι έφθασα κάτω εις την θάλασσαν. Την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος, και το φεγγάρι, σχεδόν ολόγεμον ήρχισε να λάμπη χαμηλά, ως δύο καλαμιές υψηλότερα από τα βουνά της αντικρυνής νήσου. Ο βράχος ο δικός μου έτεινε προς βορράν, και πέραν από τον άλλον κάβον προς δυσμάς, αριστερά μου, έβλεπα μίαν πτυχήν από την πορφύραν του ηλίου, που είχε βασιλέψει εκείνην την στιγμήν. Ήτον η ουρά της λαμπράς αλουργίδος, που σύρεται οπίσω, ή ήτον ο τάπης, που του έστρωνε, καθώς λέγουν, η μάνα του, δια να καθίσει να δειπνήση.
  Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο, πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι νύμφαι των θαλασσών. Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, δια του οποίου ανέβαινέ τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κι έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ-Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν.
  Επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, κι έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα, επ’ ολίγα λεπτά της ώρας. Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν μου ως να μην ήμην εν με το κύμα, ως να μετείχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν, δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου. Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου δια να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδία. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπε να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά, οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τράγων! Όσον αφορά την Μοσχούλαν, δια να είμαι βέβαιος, ότι δεν θα μου φύγη πάλιν, καθώς μου είχε φύγει την άλλην φοράν, οπότε ο άγνωστος κλέπτης (ώ! να τον έπιανα) της είχε κλέψει, ο ανόητος, τον επίχρυσον κωδωνίσκον, με το κόκκινον περιδέραιον, από τον λαιμόν, εφρόντισα να την δέσω μ’ ένα σχοινάκι εις την ρίζαν ενός θάμνου, ολίγον παραπάνω από τον βράχον, εις την βάσιν του οποίου είχα αφήσει τα ρούχα μου, πριν ριφθώ εις την θάλασσαν.
  Επήδησα ταχέως έξω, εφόρεσα το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, έκανα ένα βήμα δια να αναβώ. Άνω της κορυφής του βράχου, του οποίου η βάσις εβρέχετο από την θάλασσαν, θα έλυα την Μοσχούλαν, την μικρήν αίγα μου, και με διακόσια ή περισσότερα βήματα θα επέστρεφα πλησίον εις το κοπάδι μου. Ο μικρός εκείνος ανήφορος, ο ολισθηρός κρημνός, ήτον δι’ εμέ άθυρμα, όσον ένα σκαλοπάτι μαρμαρίνης σκάλας, το οποίον φιλοτιμούνται να πηδήσουν εκ των κάτω προς τα άνω, αμιλλώμενα, τα παιδιά της γειτονιάς.
  Την στιγμήν εκείνην, ενώ έκαμα το πρώτον βήμα, ακούω σφοδρόν πλατάγισμα εις την θάλασσαν, ως σώματος πίπτοντος εις το κύμα. Ο κρότος ήρχετο, όπου ήξευρα, ότι ενίοτε κατήρχετο η Μοσχούλα, η ανεψιά του κυρ-Μόσχου κι ελούετο εις την θάλασσαν. Δεν θα ερριψοκινδύνευα να έλθω τόσο σιμά εις τα σύνορά της, εγώ ο σατυρίσκος του βουνού, να λουσθώ, αν ήξευρα, ότι εσυνήθιζε να λούεται και την νύκτα με το φως της σελήνης. Εγνώριζα, ότι, το πρωί, άμα τη ανατολή του ηλίου, συνήθως ελούετο. Έκαμα δύο τρία βήματα χωρίςτον ελάχιστον θόρυβον, ανερριχήθην εις τα άνω, έκυψα με άκραν προφύλαξιν προς το μέρος του άντρου, καλυπτόμενος όπισθεν ενός σχοίνου και σκεπόμενος από την κορυφήν του βράχου, και είδα, πράγματι, ότι η μοσχούλα είχε πέσει αρτίως εις το κύμα γυμνή, κι ελούετο…[…]

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα