Blogger Template by Blogcrowds.


Στρατής Μυριβήλης
  Κατά το μεσημέρι έπεσε ο αγέρας.
  Ξεψύχησε σιγά – σιγά και μπατάρανε τα πανιά της «Φανερωμένης» σαν φτερούγες άρρωστου πουλιού. Η θάλασσα στρώθηκε λαμπερή σαν τεντωμένο ατλάζι, γαληνεμένη και ζεστή.
  Ο μπαρμπα – Λιας μούγκρισε κατά το συνήθιο του:
  - Χοϋ ! Χού! Ψοφοθάλασσα!
  Ο καπετάνιος σήκωσε τα μάτια κατά τον ορίζοντα, φανερά δυσαρεστημένος. Μουρμούρισε:
  - Τώρα την έχουμε καλά!
  Ο Αντρέας ρώτησε απλοϊκά:
  Τώρα τι θα κάνουμε, καπετάν – Μπούρα;
  Τον κύτταξε ο καπετάνιος, χαμογέλασε το γρινιασμένο του πρόσωπο και έκανε μια χειρονομία μοιρολατρείας.
  - Τώρα θα κάνουμε… υπομονή! Είπε. Έτσι είναι στη θάλασσα. Σα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, κάνεις υπομονή. Αλλιώτικα μπορείς να σκάσεις με τούτες τις ξαφνικές μπουνάτσες.
  Ο μπαρμπα – Λιας έβαλε μονοκούπι κι άρχισε να λάμνει.
  - Να τραβήξουμε ρυμούλκι; πρότεινε το παιδί.
  - Να τραβήξετε ώσπου να βαρεθήτε.
  Κατέβηκαν στην «Αργώ», πέρασαν μπροστά και πέσανε στο κουπί. Έλαμναν ως που απόκαμαν και σαν έκανε να γύρει ο ήλιος έδεσαν πίσω στην πρύμη.
  Πάνω στη μπρατσέρα ο καπετάνιος με τον μπαρμπα – Λια μεταλλάζανε από το τιμόνι στο κουπί.
  Τη νύχτα, την ώρα που ο γεροναύτης άναβε τα φανάρια, ο Αντρέας τόνε σίμωσε την ώρα που κατέβαινε από τη φαναριέρα και τόνε ρώτησε:
  - Θα βαστάξει πολύ τούτη η κάλμα, μπάρμπα – Λια;
  - Αυτό το ξέρει μονάχα ο Θεός και ο Καζαμίας, παιδί μου…
  - Δηλαδή;
  - Μπορεί να πάρει να φυσήξει το πρωΐ, μπορεί και να μην ανεσάνει καθόλου, και να καραβίζουμε κι αύριο όλη μέρα ανάμεσα Σκόπελο και Αγιονόρος!
  Ο Αντρέας κατέβηκε πίσω στη φελούκα, στο γιατάκι του. Ξάπλωσε ανάσκελος κοντά στον Κουρτ και είδε όλα τάστρα να λάμπουν και να μυρμιδίζουν στον ουρανό, ίσα πάνω από το πρόσωπό του. Τότε μονάχα ένιωσε πόσο κουρασμένος ήταν από το κουπί.
  Ένιωθε μια γλυκιά νυστάλα να τον νανουρίζει και να βαραίνει τα ματόφυλλά του. Θάθελε να κοιμηθεί, να κοιμηθεί χορταστικά, ως το πρωΐ, ως που νάρθει ο ήλιος να τον ξυπνήσει. Κατάλαβε πως όσο ήτανε ξαπλωμένος δεν θα μπορούσε ως το τέλος να νικήσει τον ύπνο. Ανεκάθησε λοιπόν, ακούμπησε τη ράχη στο σκεπαστό της πρύμης και κύτταξε το τιμόνι της μπρατσέρας ίσια μπροστά του.
  Το καράβι, πατημένο φορτίο, μόλις σηκωνότανε κανε ενάμισυ μέτρο πάνω από τη θάλασσα. Ο καπετάνιος είχε βγάλει ανοιχτά στο πέλαγο τη «Φανερωμένη» και κατέβηκε κάτω να κοιμηθεί. Άφησε το γέρο στο τιμόνι, με την παραγγελιά να τον ξυπνήσει μόλις πάρει να φυσήξει. Ο Πετρής, κοιμήθηκε κι αυτός, κουρασμένος από το ρυμούλκι.
  Ο Αντρέας άκουγε κάπου – κάπου τον γεροντόβηχα του μπάρμπα – Λια, που ξαπλώθηκε στην πρύμη με το δοιάκι στην αγκαλιά του. Είτανε τόση η ησυχία, που δεν ακουγότανε ανάμεσα γης κι ουρανού τίποτ’ άλλο από αυτό το γεροντόβηχα. Στο τέλος έπαψε κι αυτός, και ο μπαρμπα – Λιας άρχισε να ρουχαλίζει στο τιμόνι.
  Ο Αντρέας περίμενε ακόμα λίγο με χτυποκάρδι, ταυτί του πάντα τεντωμένο στο ρουχαλητό του γέρου. Τώρα αληθινά αυτό το ρουχαλητό είτανε το πιο σπουδαίο περιστατικό ανάμεσα ουρανού και γης. Ανασηκώθηκε στα γόνατα, σύρθηκε στην πλώρη, ξεκούμπωσε από τον ζωστήρα τον προσκοπικό σουγιά του κ’ έκοψε με προσοχή το σκοινί που έδενε την «Αργώ» πίσω από τη μπρατσέρα. Η γαλήνη της θάλασσας έστεκε τέτοια, που η βάρκα δεν ξεμάκρυνε ούτε μια σπιθαμή από το καΐκι.
  Βγάζει τότε με προσοχή το ένα κουπί, μανουβράρει αθόρυβα και γυρίζει τη βάρκα κατά τα νησιά που μαύριζαν από τα ζερβά του μέσα στη γαλάζια νύχτα. Τότε βάζει το κουπί στην πρύμη, λάμνει τιμονιέρα, όπως τον έμαθε να κάνει ο Πετρής, και ξεμακραίνει ολοένα από το καΐκι.
  Σαν κατάλαβε πως η απόσταση είτανε πια αρκετή, βγάζει και τάλλο κουπί, στεριώνει τους δυο σκαρμούς μέσα στις σκαρμοφωλιές, περνάει τις στροπωτήρες και αρχίζει να λάμνει με όλα τα δυνατά του, πάντα προς τα νησιά.
  Ποτές δεν πίστευε πως ύστερα από την κούραση της μέρας θα είχε ακόμα το κουράγιο να δουλέψει κουπί τόσο γεμάτα.
  Μα είταν η μεγάλη λαχτάρα της ζωής του που του ατσάλωνε έτσι τη θέληση και του θέριευε τη δύναμη. Τούτη τη στιγμή, το καταλάβαινε, έπαιζε «κορώνα – γράμματα» όλα του τα όνειρα, όλο του το μέλλον.
  - Ή τώρα ή ποτές! Έλεγε πεισμωμένα μέσα του. Τραβούσε με λύσσα, αποφασισμένος για όλα. Και αδιάκοπα άκουγε μέσα του την ίδια του τη φωνή:
  - Ή τώρα ή ποτές!
  Τράβηξε, έτσι στα φόρτσα, ίσαμε τρία κάρτα της ώρας και σα γύρισε το κεφάλι πίσω δεν είδε πια μήτε τη μπρατσέρα, μήτε τον άσπρον ίσκιο της. Δεν είτανε παρά η μεγάλη νύχτα, γεμάτη μυριάδες αστέρια, που πεντοβολούσαν, γυάλιζαν, σπίθιζαν πάνω από τη θάλασσα.
  Και η θάλασσα γαληνεμένη και ήμερη σαν το λάδι.
  Σταμάτησε να τραβάει κουπί, χαμογέλασε ευχαριστημένος και πήρε μια βαθιά ανακουφιστική ανάσα.
  - Άαχ!
  Είταν ελεύτερος! Ελεύτερος όπως ένας γλάρος!
  Είταν ελεύτερος!
  Είτανε στο ξεκίνημα για το ριζικό του!
[…]

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα