Blogger Template by Blogcrowds.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

[…]  Διότι ήτο αληθές και δεν επεδέχετο άρνησιν, ότι ο άγγελος, ο κρατών το μέγα δρέπανον, είχεν επιφοιτήσει αυθημερόν εις την αποκλεισμένην νήσον. Το μεσονύκτιον προς βαθύν όρθρον της Τρίτης είχε τανύσει αιφνιδίως τας πτέρυγάς του από των απωτέρων αοράτων κόσμων, και είχε λάβει το κέλευσμα του Αϊδίου, και είχε καταπτή από τας πύλας του ουρανού, και μετά τινά μόρια στιγμών χρόνου, ασύλληπτα εις την διάνοιαν των θνητών, είχε φθάσει εις την αφανή μικράν γωνίαν, την ταπεινήν και άγνωστον, και είχεν ασκήσει το αστόμωτον δρέπανόν του εις την κοπήν της ζωής δύο αβρών πλασμάτων, των οποίων το βάρος δεν ησθάνετο χθες ακόμη η γη περισσότερον παρ’ όσον ταύτα ησθάνετο χθες ακόμη η γη περισσότερον παρ’ όσον ταύτα ησθάνοντο σήμερον επάνω των το βάρος της γης. Η μήτηρ μόλις είχεν εξέλθει προχθές ακόμη εις τον λειμώνα του κόσμου. Άνθος είχε κοπή από τον κήπον τον παρθενικόν και είχεν εξαχθή δια της πύλης του γάμου. Το βρέφος μόλις είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς εις το φως της ζωής. Μήτηρ ανεύθυνος και βρέφος άκακον· η μήτηρ μετά τας τρικυμιώδεις συγκινήσεις του έρωτος, μετά τας γαληνίους απολαύσεις του γάμου, μετά τας δεινοπαθείας της κυοφορίας, μετά τας ωδίνας του τοκετού, το βρέφος μετά την πρώτην φωνήν του κλαυθμυρισμού, ανηρπάγησαν εις επουρανίους καλιάς, το τέκνον εις τας αγκάλας της μητρός και αμφότεροι εις τους κόλπους του αγνώστου. Ο γάμος είχε τελεσθή εν Σμύρνη προ δέκα μηνών, το ζεύγος φεύγον την χολέραν είχεν επιβιβασθή εκ Σμύρνης. Κατά τον διάπλουν είχεν επέλθει άωρος ίσως ο τοκετός. Το πλοίον, όταν έφθασεν εις τον τόπον της καθάρσεως εκόμιζε δύο τρυφερά πλάσματα μόλις ζώντα, την μητέρα χθες και πρώην κόρην, το βρέφος σχεδόν ασώματον.[…]

Κώστας Γ. Καρυωτάκης






















Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ


Gala

Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα

Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.

Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλείνει προτού δακρύσει.
Ο κόσμος τω δεντρώνε ρέβει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.

Από τα σπίτια που είναι σα βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ' ασημοδάχτυλά του.

Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον άδη.

Οι μπάγκοι μας προσμένουν.Κι όταν βγει
το πρώτο ρόδο στ' ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή
στο μαύρο μας το δάκρυ

θα καθρεφτίσει τ' απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ' ακούμε

Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.

Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.

Ζωές

Κι έτσι πάνε και σβήνουνε όπως πάνε.

Λέω τις ζωές που δόθηκαν στο φως
αγάπης γαλήνης, κι ενώ κυλούν
σαν ποταμάκια, εντός τους το σφαλούν
αιώνια κι αξεχώριστα, καθώς
μες στα ποτάμια φέγγει ο ουρανός,
καθώς στους ουρανούς ήλιοι κυλούν.
Λέω τις ζωές που δόθηκαν στο φως...

Λέω τις ζωούλες που 'ναι κρεμαστές
απ' τα ρουμπίνια χείλη γυναικός
ως κρέμονται στα εικονοστάσια εμπρός
τα τάματα, οι καρδιές ασημωτές,
κι είναι όμοια ταπεινές, όμοια πιστές
στ' αγαπημένα χείλη γυναικός.
Λέω τις ζωούλες που 'ναι κρεμαστές...

που δεν τις υποψιάζεται κανείς,
έτσι όπως ακολουθάνε σιωπηλές
και σκοτεινές και ξένες και θλιβές
το βήμα, την ιδέα μιας λυγερής
(κι αυτή δεν υποψιάστη), που στη γης
θα γείρουνε, θα σβήσουν σιωπηλές
Που δεν τις υποψιάζεται κανείς...

Που διάβηκαν αμφίβολα, θαμπά
σαν άστρα κάποιας ώρας αυγινής,
από τη σκέψη μιας περαστικής
που, για να τρέχει τόσο χαρωπά,
δεν είδε τις ζωές που σβηούν σιγά
σαν την ψυχή καντήλας αυγινής.
Που διάβηκαν αμφίβολα, θαμπά...


Ο ΠΟΝΟΣ ΤΩΝ ΠΡΑΜΑΤΩΝ


Άνοιξη

Ετσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.
Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση τής νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία...

Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο, προς τ' άστρα
σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.

Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δύο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισία τους
τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.


Θάλασσα


Ομως τα στήθια που τα ταράζει κάποιο
θανάσιμο πάθος δεν θα γαληνέψουν


Τα σύννεφα γιγάντικα φαντάζουν κι ασημένια
στο μολυβένιον ουρανό
σαν τα χτυπά του ήλιου το φως· σαν τα χτυπά ο αγέρας
φεύγουνε πίσω απ' το βουνό.

Κι είναι θεριό η θάλασσα. Το παρδαλό της χρώμα
δίνει της -- μπλαβό εκεί μακριά,
πιο δώθε ανοιχτοπράσινο κι ακόμα δώθε γκρίζο --
κάποια παράξενη θωριά.

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα