Blogger Template by Blogcrowds.




Περί Ποιήσεως

Σήμερα η Ποίηση θεωρείται η μία εκ των δύο βασικών κατηγοριών της Λογοτεχνίας. Είναι ο έμμετρος λόγος, έναντι του πεζού λόγου και του διαλόγου που αποτελούν την δεύτερη κατηγορία της Λογοτεχνίας. Ποια ήταν η σχέση των αρχαίων Ελλήνων με την Ποίηση; Ο όρος Ποιητική (τέχνη) χρησιμοποιείται από τον Αριστοτέλη με την σημασία του ποίησις, το οποίο για εκείνον σημαίνει πολλάκις ό,τι και ποίημα. Το ένα είναι η ποίησις στην αφηρημένη της χρήση, ως τέχνη, το άλλο είναι η ποίησις ως δημιουργία, ως κάτι συγκεκριμένο.

Ο Αριστοτέλης δεν ανάγει την γένεση της ποιήσεως, όπως ήταν η συνήθεια των αρχαίων, σε θεούς, ήρωες ή ανθρώπους. Αναζητάει αιτίες φυσικές, και δέχεται ότι η έντεχνη ποίηση αναπτύχθηκε βαθμηδόν εκ των αυτοσχεδιασμάτων – όπως ακριβώς είναι και η σημερινή αντίληψη. Κατόπιν προσετέθη (εκ μαθήσεως πλέον και όχι εκ φύσεως) η τεχνική, για να ενισχύσει και να ρυθμίσει τις εκ φύσεως υπάρχουσες προδιαθέσεις.

Δύο αιτίες βρίσκει για την ανάπτυξη της ποιήσεως, ή μάλλον γενικώς της τέχνης:
Πρώτον είναι το ένστικτο της μιμήσεως, το οποίο στον άνθρωπο είναι ανεπτυγμένο σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι στα ζώα, ήδη από την παιδική ηλικία. Ο άνθρωπος πραγματοποιεί τις πρώτες μαθήσεις όχι εκ διδασκαλίας ή δι’ εσωτερικής διανοητικής λειτουργίας, αλλ’ εκ μιμήσεως. Δι’ αυτής δημιουργείται εμπειρικώς κατ’ αρχάς η έξις, προτού να προχωρήσει στην συνειδητή και μετά λόγου δημιουργία˙ η τέχνη θεωρείτο έξις μετά λόγου αληθούς ποιητική.

Δεύτερη γενεσιουργός αιτία της τέχνης θεωρείται η ηδονή την οποία δημιουργεί το καλλιτέχνημα όχι μόνο στον δημιουργό του, αλλά και στους βλέποντες. Και αυτό διότι το ένστικτο της μιμήσεως δεν αρκεί. Εξηγεί βέβαια την τάση προς αναπαράσταση και έκφραση της ζωής που έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό ορισμένα άτομα, όμως η ποίησις είναι φαινόμενο κοινωνικό, είναι (υπό αριστοτελική έννοια) τέχνη, και ως τέχνη προϋποθέτει παράδοση, προϋποθέτει επίσης αντικειμενική αναγνώριση και εκτίμηση εκ μέρους των άλλων. Διαφορετικά, καταντά απλή εκδήλωση ατομικής ιδιορρυθμίας. Στην κρίση μας περί τέχνης ο παράγοντας του απολαύοντος το καλλιτέχνημα δεν είναι λιγότερο σημαντικός από τον παράγοντα του δημιουργούντος, και ο Αριστοτέλης δεν ήτο δυνατόν, φιλοσοφών περί τέχνης, να ενστερνιστεί τον άκρατο υποκειμενισμό και την ματαιοφροσύνη «μοντέρνων» καλλιτεχνών, που συχνά αγνοούν το κοινό, συχνότερα όμως αγνοούνται και απ’ αυτό, και απ’ αυτούς ακόμη τους κεχηναίους που τους λιβανίζουν.

Ο Βάκων είχε πει: δικαίως η ποίησις θα ημπορούσε να θεωρηθή ότι μετέχει θείας τινος φύσεως: εγείρει την ψυχήν και την μεταφέρει προς τα υψηλά, προσαρμόζουσα τα ομοιώματα των πραγμάτων προς τους πόθους της ψυχής, όχι υποτάσσουσα την ψυχήν εις τα πράγματα, όπως κάμνει η σκέψις και η ιστορία.

logotexnika.blogspot.gr

Μ. Καραγάτσης
[…]  Ο Άτλας κούνησε τους μοχλούς και το όχημα σηκώθηκε απ’ το βυθό κι άρχισε να πλέει με μεγάλη ταχύτητα μέσα στη θάλασσα. Ύστερα από μία ώρα περίπου, οι επιβάτες είδαν να προβάλλει στο βάθος μια θαυμάσια και παράξενη πολιτεία, με οικοδομήματα πανύψηλα, ωραιότατα σε ρυθμό, που δεν είχαν όμως παράθυρα. Κι αυτές οι οικοδομές έλαμπαν ολόκληρες από πολύχρωμα, φωσφορικά αντιφεγγίσματα, πολύ καλαίσθητα κανονισμένα, που έδιναν μια φαντασμαγορική όψη σ’ όλη την πολιτεία.
  Το θέαμα ήταν τόσο φαντασμαγορικό, που οι φίλοι μας έμειναν κατάπληκτοι.
  «Να η Ατλαντίς, κύριοι!» τους είπε ο πρώτος συνοδός τους. «Τώρα, προσοχή! Θα περάσουμε την Πύλη του Θόλου του Θανάτου».
  Η Πύλη ήταν μια αψίδα από φωσφορικό γρανίτη, γεμάτη θαυμάσια ανάγλυφα. Στην κορυφή της έλαμπε ένα κόκκινο φως. Αυτό σήμαινε πως η Πύλη ήταν κλειστή. Το όχημα σταμάτησε μπροστά στην αψίδα. Ο οδηγός κορνάρισε συνθηματικά.
  «Οου! Για κοιτάζετε, πεταμένος ο ψάριος!» είπε ο Ρέτζι.
  Πραγματικά, δεξιά κι αριστερά από την πύλη ο βυθός ήταν γεμάτος από όγκους ψόφιων ψαριών.
  «Είναι τα ψάρια που προσπαθούν να περάσουν το Θόλο του Θανάτου», είπε ο Άτλας. «Κάθε μέρα βγαίνει συνεργείο και μαζεύει τα πιο φρέσκα κι εκλεκτά, που αποτελούν την κύρια τροφή μας. Τρώμε όμως και φύκια, που τα μαγειρεύουμε πολύ νόστιμα. Όταν τα δοκιμάσετε, είμαι βέβαιος πως θα συμφωνήσετε κι εσείς».
  «Μπίφστεκ δεν έτρωγες ποτέ;» ρώτησε ο Ρέτζι.
  «Μην είσαστε βιαστικός», του αποκρίθηκε ο Άτλας χαμογελώντας.
  Εκείνη τη στιγμή το κόκκινο φως της αψίδας μετάλλαζε σε πράσινο, σημείο πως η Πύλη των ακτίνων του Θανάτου άνοιξε. Και το όχημα μπήκε στα σύνορα της Ατλαντίδας. Η πόλη ήταν ακόμη μακριά. Μα ο βυθός φαινόταν σαν καλλιεργημένος και πολύ καλαίσθητα ρυθμισμένος σε είδος πάρκο με βλάστηση από φύκια, που πολλά απ’ αυτά είχαν και λουλούδια.
  Κι έξαφνα, οι Έλληνες είδαν μέσα στα υποβρύχια αυτά λιβάδια να βόσκουν αγελάδες, πρόβατα, κατσίκες!
  «Γιατί ξαφνιαζόμαστε;» τους είπε ο συνοδός τους γελώντας. «Όπως εμείς οι άνθρωποι εξοικειωθήκαμε με τη βοήθεια της επιστήμης στην υποβρύχια ζωή, έτσι εξοικειώσαμε και τα κατοικίδια ζώα της επιφάνειας. Επομένως έχουμε και το μπιφτέκι μας και το βούτυρό μας και το γάλα μας».
  «Γουόντερφουλ!» θαύμασε ο Ρέτζι. «Αλλά φτιάνουμε ένα κρασί από κάτι φύκια που ξεπερνάει το ουίσκι σας! Μπορείτε να δοκιμάσετε».
  Έβγαλε από την τσέπη του ένα μπουκαλάκι. Όλοι δοκίμασαν από το θεσπέσιο αυτό ποτό. Κι έμειναν κατάπληκτοι. Τελευταίος ήπιε ο Ρέτζι.
  «Ταυμάσιος ντρινκ!» είπε. «Πολύ πολύ ανώτερος από ουίσκι! Μολονότι ανώτερος, ντεν είναι σαν το σκοτς ουίσκι! Αλλά τι να κάνουμε; Θα πίνουμε, αφού σκοτς ουίσκι ντεν υπάρχει εντώ…»
  Μα δεν άκουγε κανείς τον πεισματάρη κι εγωιστή Εγγλέζο. Γιατί εκείνη τη στιγμή έμπαιναν στην Ατλαντίδα, τη μυθική πολιτεία!
  «Τα σπίτια μας δεν έχουν παράθυρα», είπε ο Άτλας, «επειδή δεν υπάρχει λόγος να τα φωτίζουμε και να τ’ αερίζουμε. Εμείς δεν χτίζουμε σπίτια για να προφυλαγόμαστε από τον καιρό, επειδή …καιρός δεν υπάρχει εδώ. Ούτε βρέχει, βέβαια, ούτε χιονίζει, ούτε φυσάει. Η θερμοκρασία του νερού είναι τεχνητά ρυθμισμένη πάντοτε στους 22 βαθμούς.
  «Τα σπίτια μας», συνέχισε ο Άτλας, «τα χτίζουμε μόνο και μόνο για ν’ απομονωνόμαστε από τους άλλους ανθρώπους. Αλλιώς, θα μπορούσαμε να ζήσουμε εξαίσια στο ύπαιθρο».
  «Ύπαιτρος λέτε σεις το νερός;» ρώτησε ο Ρέτζι κοροϊδευτικά.
  Μα ο Άτλας δεν αποκρίθηκε. Το όχημα είχε σταματήσει μπροστά σε ένα υπέρλαμπρο παλάτι.
  «Θα γνωρίσετε τον Άρχοντα της Σοφίας», είπε ο Άτλας.
  Ο Άρχων της Σοφίας δέχτηκε τους επτά ξένους στην επίσημη αίθουσα των ανακτόρων. Ήταν πολύ γέρος και, αντίθετα από τους κατοίκους της Ατλαντίδας, ντυμένος με έναν απλό μαύρο χιτώνα.
  «Καλώς ήρθατε στην Ατλαντίδα», τους είπε. «Σας υπόσχομαι την πιο άνετη κι ευχάριστη διαμονή. Θα φροντίσουμε, με τα επιστημονικά μέσα που διαθέτουμε, να σας εγκλιματίσουμε στην καινούργια σας πατρίδα».
  «Την καινούργια μας πατρίδα; Τι εννοείτε; είπε ο Ρεΐτζης.
  «Εννοώ πως δεν πρέπει να επιστρέψετε στην επιφάνεια του πλανήτη μας».
  «Απαιτούμε να μας εξηγήσετε!» είπε ο Κωστόπουλος.
  «Απλούστατα: Εάν γυρίσετε στην επιφάνεια, θ’ αποκαλύψετε την ύπαρξη της υποβρύχιας Ατλαντίδας. Και με την πολεμόχαρη ανησυχία που σας χαρακτηρίζει, θα εκστρατεύσετε να μας κατακτήσετε».
  «Αυτό είναι αδύνατος», είπε ο Κωστόπουλος. «Δεν έχουμε τ’ αναγκαία τεχνικά μέσα…»
  «Δεν τα έχετε σήμερα», αποκρίθηκε ο Άρχων της Σοφίας. «Αλλά αύριο ίσως τα έχετε. Εμείς, βέβαια, πάντοτε θα σας ξεπερνούμε στην επιστημονική εξέλιξη και θ’ αποκρούσουμε στην επιδρομή σας. Ποιος όμως ο λόγος να φτάσουμε εκεί; Ζούμε πολύ ευτυχισμένοι κι ούτε έχουμε όρεξη για περιπέτειες. Επομένως δεν πρόκειται να επιστρέψετε στην επιφάνεια. Αλλά είμαι βέβαιος πως σε λίγο καιρό ούτε καν θα σκεφτόσαστε την παλιά σας ζωή. Την Ατλαντίδα θα την αγαπήσετε σαν πατρίδα σας».
  Έτσι μίλησε ο Άρχων της Σοφίας στους επτά ξένους, χαμογελώντας πολύ καλόκαρδα. Έξαφνα όμως το πρόσωπό του συννέφιασε.
  «Έχω να σας κάνω μια προειδοποίηση», είπε. «Θα είσαστε απολύτως ελεύθεροι να χαρείτε τη θαυμάσια ζωή μας. Αν όμως επιχειρήσετε να δραπετεύσετε, θα τιμωρηθείτε σκληρά. Και εξάλλου, κάθε απόπειρα θα είναι μάταιη. Έχουμε όλα τα μέσα να την προλάβουμε και να την εμποδίσουμε. Και τώρα, μπορείτε να πηγαίνετε…»
  Οι επτά σύντροφοι βγήκαν πολύ στενοχωρημένοι από το ανάκτορο του Άρχοντα της Σοφίας. Η σκέψη πως δεν θα γυρίσουν πια ποτέ στην επιφάνεια τους ήταν αβάσταχτη. Είχαν πρόσωπα αγαπητά, που δεν μπορούσαν να πάρουν την απόφαση πως δεν θα τα ξαναδούν.[…]

Γεώργιος Βιζυηνός
[…]  Η μήτηρ μου το ηννόησε και ήρχισε, και εν αυτή τη εκκλησία, να δεικνύη θλιβεράν αδιαφορίαν προς παν ό,τι δεν ήτο αυτή η ασθενής. Δεν ήνοιγε τα χείλη της προς ουδένα πλέον, ειμή προς την Αννιώ και προς τους αγίους, οσάκις επροσηύχετο.
  Μίαν ημέραν την επλησίασα απαρατήρητος, ενώ έκλαιε γονυπετής προ της εικόνος του Σωτήρος.
  - Πάρε μου όποιο θέλεις, έλεγε, και άφησέ μου το κορίτσι. Το βλέπω πως είναι για να γένη. Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί, για να με τιμωρήσης. Ευχαριστώ σε, Κύριε!
  Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, καθ’ ην τα δάκρυά της ηκούοντο στάζοντα επί των πλακών, ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας, εδίστασεν ολίγον και έπειτα επρόσθεσεν:
  - Σου έφερα δυο παιδιά μου στα πόδια σου… χάρισέ μου το κορίτσι!
  Όταν ήκουσα τας λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τα νεύρα μου και ήρχισαν τα αυτιά μου να βουΐζουν. Δεν ηδυνήθην ν’ ακούσω περιπλέον. Καθ’ ην δε στιγμήν είδον ότι η μήτηρ μου, καταβληθείσα υπό φοβεράς αγωνίας, έπιπτεν αδρανής επί των μαρμάρων, εγώ, αντί να δράμω προς βοήθειάν της, επωφελήθην της ευκαιρίας να φύγω εκ της εκκλησίας, τρέχων ως έξαλλος και εκβάλλων κραυγάς, ως εάν ηπείλει να με συλλάβη ορατός αυτός ο Θάνατος.
  Οι οδόντες μου συνεκρούοντο υπό του τρόμου και εγώ έτρεχον και ακόμη έτρεχον. Και χωρίς να το εννοήσω, ευρέθην έξαφνα μακράν πολύ μακράν της εκκλησίας. Τότε εστάθην να πάρω την αναπνοήν μου και ετόλμησα να γυρίσω να ιδώ οπίσω μου. Κανείς δεν μ’ εκυνήγει.
  Ήρχισα λοιπόν να συνέρχωμαι ολίγον κατ’ ολίγον και ήρχισα να συλλογίζωμαι. Ανεκάλεσα εις την μνήμην μου όλας προς τας προς την μητέρα τρυφερότητας και θωπείας μου. Προσεπάθησα να ενθυμηθώ μήπως της έπταισα ποτέ, μήπως την αδίκησα, αλλά δεν ηδυνήθην. Απεναντίας εύρισκον ότι, αφ’ ότου εγεννήθη αυτή η αδελφή μας, εγώ, όχι μόνον δεν ηγαπήθην, όπως θα το επεθύμουν, αλλά, τουτ’ αυτό, παρηγκωνιζόμην ολονέν περισσότερον. Ενθυμήθην τότε και μοι εφάνη ότι ενόησα διατί ο πατήρ μου εσυνήθιζε να με ονομάζη το αδικημένο του. Και με επήρε το παράπονον και ήρχισα να κλαίω.
  - Ώ! είπον, η μητέρα μου δεν με αγαπά, και δεν με θέλει! Ποτέ, ποτέ πλέον δεν πηγαίνω εις την εκκλησίαν!
  Και διηυθύνθην προς την οικίαν μας περίλυπος και απηλπισμένος.
  Η μήτηρ μου δεν ήργησε να με ακολουθήση μετά της ασθενούς. Επειδή ο ιερεύς, όστις, ταραχθείς υπό των κραυγών μου, εμβήκεν εις την εκκλησίαν, όταν είδε την ασθενή, συνεβούλευσε την μητέρα μου να την μετακομίση.
  - Ο Θεός είναι μεγάλος, θυγατέρα, τη είπε, και η χάρις του φθάνει εις όλην την οικουμένην. Αν είναι για να γιάνη το παιδί σου, θα το γιάνη και στο σπίτι σου.
  Δυστυχής η μήτηρ, ήτις τον ήκουσε! Διότι αυτοί είναι οι τυπικοί λόγοι, με τους οποίους οι ιερείς αποπέμπουσι συνήθως τους ετοιμοθανάτους, δια να μη εκπνεύσουν εν τη εκκλησία και βεβηλωθή η ιερότης του τόπου.
  Όταν επανείδον την μητέρα μου, ήτο υπέρ ποτέ θλιβερά! Αλλά προς εμέ ιδίως εφέρθη με πολλή γλυκύτητα και προσήνειαν. Με έλαβεν εις την αγκάλην της, μ’ εθώπευσε και μ’ εφίλησε τρυφερά και επανειλημμένως. Ενόμισες ότι προσεπάθει να μ’ εξιλεώση.
  Εν τούτοις εγώ την νύκτα εκείνην ούτε να φάγω ειμπόρεσα ούτε να κοιμηθώ. Εκοιτόμην εις το στρώμα με καμμυομένους οφθαλμούς, αλλ’ έτεινον τα ώτα προσεκτικά προς πάσαν κίνησιν της μητρός μου, η οποία, όπως πάντοτε, ηγρύπνει παρά το προσκέφαλαιον της ασθενούς.
  Θα ήτον ίσως μεσάνυκτα, όταν ήρχισε να πηγαινοέρχεται εις το δωμάτιον. Ενόμιζον ότι έστρωνε να κοιμηθή· αλλ’ ηπατώμην. Διότι μετ’ ολίγον εκάθησε και ήρχισε να μοιρολογή χαμηλοφώνως.
  Ήτο το μοιρολόγι του πατρός μας. Πριν ασθενήση η Αννιώ, το έψαλλε πολύ συχνά, αλλ’ αφ’ ότου ησθένησε, το ήκουον δια πρώτην φοράν.
  Το μοιρολόγιον τούτο εσύνθεσεν επί τω θανάτω του πατρός μου, κατά παραγγελίαν αυτής, ηλιοκαής ρακένδυτος Γύφτος, γνωστός εις τα περίχωρά μας δια την δεξιότητα εις το στιχουργείν αυτοσχεδίως.
  Μοι φαίνεται ότι βλέπω ακόμη την μαύρην και λιγδεράν κόμην, τους μικρούς και φλογερούς οφθαλμούς και τα’ ανοιχτά και τριχωμένα στήθη του.
  Εκάθητο ένδοθεν της αυλείου ημών θύρας, περιστοιχισμένος υπό των χαλκών αγγείων, όσα εσύναζε δια να γανώση. Και, με την κεφαλήν κεκλιμένην επί του ώμου, συνώδευε τον πένθιμον αυτού σκοπόν με τους κλαυθμηρούς ήχους της τριχόρδου του λύρας.
  Προ αυτού η μήτηρ μου ορθία εβάσταζε την Αννιώ εις την αγκάλην της και ήκουε προσεκτική και δακρύουσα.
  Εγώ την εκράτουν σφιγκτά από του φορέματος και έκρυπτον το πρόσωπόν μου εις τας πτυχάς αυτού, διότι, όσον γλυκείς ήσαν οι ήχοι εκείνοι, τόσον φοβερά μοι εφαίνετο η μορφή του αγρίου των ψάλτου.
  Όταν η μήτηρ μου έμαθε το θλιβερόν αυτής μάθημα, έλυσεν από το άκρον της καλύπτρας της και έδωκεν εις τον Αθίγγανον δύο ρουμπιέδιες. (Τότε είχομεν ακόμη αρκετούς). Έπειτα παρέθηκεν εις αυτόν άρτον και οίνον και ό,τι προσφάγιον ευρέθη πρόχειρον. Ενώ δε εκείνος έτρωγε κάτω, η μήτηρ μου εις το ανώγι επανελάμβανε το ελεγείον κατ’ ιδίαν, δια να το στερεώση εις την μνήμην της. Και φαίνεται ότι το εύρε πολύ ωραίον. Διότι καθ’ ην στιγμήν ο Κατσίβελος ανεχώρει, έδραμε κατόπιν του και τω εχάρισεν εν από τα σαλιβάρια του πατρός μου.
  - Θεός σχωρέσει τον άντρα σου, νύφη! εφώνησεν έκθαμβος ο ραψωδός και, φορτωθείς τα χάλκινά του σκεύη, εξήλθε της αυλής μας.
  Αυτό λοιπόν το ελεγείον εμοιρολόγει κατ’ εκείνην την νύκτα η μήτηρ μου.
  Εγώ ήκουον και άφηνα τα δάκρυά μου να ρέωσι σιγαλά, αλλά δεν ετόλμων να κινηθώ. Αίφνης, ησθάνθην ευωδίαν θυμιάματος!
  - Ω! είπον, απέθανε το καϋμένο το Αννιώ μας!
  Και ετινάχθην από το στρώμα μου.
  Τότε ευρέθην ενώπιον παραδόξου σκηνής.
  Η ασθενής ανέπνεε βαρέως, όπως πάντοτε. Πλησίον αυτής ήτο τοποθετημένη ανδρική ενδυμασία, καθ’ ην τάξιν φορείται. Δεξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένον με μαύρον ύφασμα, επί του οποίου υπήρχε σκεύος πλήρες ύδατος, και εκατέρωθεν δύο λαμπάδες αναμέναι. Η μήτηρ μου γονυπετής, εθυμίαζε τ’ αντικείμενα ταύτα, προσέχουσα επί της επιφανείας του ύδατος.
  Φαίνεται ότι εκιτρίνισα από τον φόβον μου. Διότι, ως με είδεν, έσπευσε να με καθησυχάση:
  - Μη φοβείσαι, παιδάκι μου, με είπε μυστηριωδώς· είναι τα φορέματα του πατρός σου. Έλα, παρακάλεσέ τον και συ να έλθη να γιατρέψη το Αννιώ μας.
  Και με έβαλε να γονατίσω πλησίον της.
  - Έλα πατέρα… να με πάρεις εμένα… για να γιάνη το Αννιώ!... ανεφώνησα εγώ διακοπτόμενος υπό των λυγμών μου.
  Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, δια να τη δείξω πως γνωρίζω ότι παρακαλεί ν’ αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου. Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της! Πιστεύω να μ’ εσυγχώρησεν. Ήμην πολύ μικρός τότε και δεν ηδυνάμην και εννοήσω την καρδίαν της.
  Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, εθυμίασεν εκ νέου τα προ ημών αντικείμενα και επέστησεν όλην αυτής την προσοχήν επί του ύδατος, το οποίον ευρίσκετο εις το επί του σκαμνίου ευρύχωρον σκεύος.
  Αίφνης, μικρά χρυσαλίς, πετάξασα κυκλικώς επ’ αυτού, ήγγισε με τα πτερά της και ετάραξεν ελαφρώς την επιφάνειάν του.
  Η μήτηρ μου έκυψεν ευλαβώς και έκαμε τον σταυρόν της, όπως όταν διαβαίνουν τα Άξια εν τη εκκλησία.
  - Κάμε το σταυρό σου, παιδί μου! εψιθύρισε, βαθέως συγκεκινημένη και μη τολμώσα να υψώση τα όμματα.
  Εγώ υπήκουσα μηχανικώς.
  Όταν η μικρά εκείνη χρυσαλίς εχάθη εις το βάθος του δωματίου, η μήτηρ μου ανέπνευσεν, εσηκώθη ιλαρά και ευχαριστημένη και «Επέρασεν η ψυχή του πατέρα σου!» είπε, παρακολουθούσα εισέτι την πτήσιν του χρυσαλιδίου με βλέμματα στοργής και λατρείας. Έπειτα έπιεν από του ύδατος και έδωκε και εις εμέ να πίω.
  Τότε μου ήλθεν εις τον νουν ότι και άλλοτε μας επότιζεν από του αυτού σκεύους, ευθύς ως εξυπνούμεν. Και ενθυμήθην ότι οσάκις έκαμνε τούτο η μήτηρ μας, ήτο καθ’ όλην εκείνην την ημέραν ζωηρά και περιχαρής, ως εάν είχεν απολαύσει μεγάλην τινά, πλην μυστικήν, ευδαιμονίαν.
  Αφού μ’ επότισεν εμέ, επλησίασεν εις το στρώμα της Αννιώς με το σκεύος ανά χείρας.
  Η ασθενής δεν εκοιμάτο, αλλά δεν ήτο και όλως διόλου έξυπνος. Τα βλέφαρά της ήσαν ημίκλειστα· οι δε οφθαλμοί της, εφ’ όσον διεφαίνοντο, εξέπεμπτον παράδοξόν τινα λάμψιν δια μέσου των πυκνών και μελανών αυτών βλεφαρίδων.
  Η μήτηρ μου ανεσήκωσε το ισχνόν του κορασίου σώμα μετά προσοχής και ενώ δια της μιας χειρός υπεστήριζε τα νώτα του, δια της άλλης προσέφερε το σκεύος εις τα μαραμένα του χείλη.
  - Έλα, αγάπη μου, της είπε. Πιε απ’ αυτό το νερό, να γιάνης.
  Η ασθενής δεν ήνοιξε τους οφθαλμούς, αλλά φαίνεται ότι ήκουσε την φωνήν και εννόησε τας λέξεις. Γλυκύ και συμπαθητικόν μειδίαμα διέστειλε τα χείλη της. Έπειτα ερρόφησεν ολίγας σταγόνας από του ύδατος εκείνου, το οποίον έμελλε τω όντι να την ιατρεύση. Διότι, μόλις το εκατάπιε και ήνοιξε τους οφθαλμούς διάφυγε τα χείλη της και επανέπεσε βαρεία επί της ωλένης της μητρός μου.
  Το καϋμένο μας το Αννιώ!... Εγλύτωσεν από τα βάσανά του![…]

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα