Blogger Template by Blogcrowds.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
[…]  Ακόμη δεν ήνοιξαν αι πύλαι της Ανατολής να εισέλθη παμβασιλεύς ο ήλιος κι ο γερο - Γατζίνος εσηκώθη, ήνοιξε το καφενεδάκι, και υπηρετεί τους πρωινούς πελάτας. Πώς να χορτάσει τις τον ύπνον εκεί, εις τα ωραία λυκαυγή, εις τας γλυκείας ηούς του φθινοπώρου… Εξύπνησα τρεις ώρας πριν φέξη, εξήλθα και κάμψας ένα δρομίσκον, έφθασα εις τον αιγιαλόν.
  Ο Αυγερινός τώρα είχεν ανατείλει. Ανήρχετο υψηλά – υψηλά, ακολουθούμενος από εν αστεράκι, το οποίον έτρεχεν ως μαγευμένον κοντά του. Επάνω στην ράχιν, αντικρύ, άνωθεν του σκοτεινού άλσους, εχόρευον δύο άλλα άστρα· προς τα βορειοανατολικά εστρώνετο ρηχόν το κύμα και οι βράχοι, αριστερά, με τας λευκάς οικίας, ως φωλεάς βράχων χυτάς, κτισμένας επάνω των, εδέχοντο εις τους πόδας το προσκύνημα των θωπευτικών κυμάτων.
  Ο γερο – Γατζίνος μου έκαμε καφέν χωρίς να του παραγγείλω. Δεν ήτο η ώρα τώρα δι’ ομιλίαν. Εις τας ώρας του ροδινού λυκαυγούς κανέν τοιούτον δεν έχει τον τόπον του. Δεν είχε σκάσει ακόμα τα’ αφιόνι. Ήτο η ώρα διά μαχμουρλίκι τουρκικόν. Άλλως θα μου διηγείτο πολλάς ιστορίας, πως ο γερο – Ακούκατος, τον παλαιόν καιρόν, είχε λάβει το επώνυμον τούτο, καθότι, όταν έκαμνε τον διαλαλητήν, εις τας δημοπρασίας, επανελάμβανε συχνά ερωτηματικώς προς το κοινόν: «τα’ ακούκατε, βρε παιδιά;», επειδή κατήγετο από τας Αθήνας, όπου επροφέρετο ούτω, αντί: ακούσατε· αυτός λοιπόν ο Ακούκατος, όταν είχε το καφενεδάκι εις τον άλλον γιαλόν, προ χρόνων, έρημος και μοναχός στα ξένα, είχεν ως κατοικίαν αυτό το μαγαζάκι του, κι εκοιμάτοεπί της σανίδος του καναπέ, δύο σπιθαμών το πλάτος, με δύο προσκέφαλα εις τας δύο άκρας· ώστε όταν ήθελε να γυρίση από το άλλο πλευρόν, ανεκάθιζε κι επλάγιαζε την κεφαλήν προς τα εκεί, όπου είχε πριν τους πόδας. Αλλ’ ήτο τόσον πρόθυμος να περιποιείται τους πελάτας, ώστε ποτέ δεν εχόρταινε τον ύπνον και άμα του έκρουέ τις την θύραν, ξένος, πτωχός ή άστεγος, πάραυτα εσηκώνετο και του ήνοιγεν· και του έκαμνε καφέν ή φασκομηλιάν, και αν είχε και αν δεν είχε πεντάλεπτον.

  Τα ελαιοτριβεία είχον ανοίξει ήδη, τρεις ώρας πριν φέξη. Εν τούτον μ’ εξυπνούσε κάθε πρωί, δίπλα εις την πατρικήν μας οικίαν. Άλλα δύο ήσαν αντικρύ, πέραν του μικρού ποταμίσκου της μούργας. Εν άλλο εκείτο εκείθεν του δρόμου και άλλα οκτώ ή δέκα ευρίσκοντο εις τας άκρας του χωρίου, ολόγυρα εις τους κήπους.
  Πολλοί άνθρωποι εκυκλοφόρουν, πρωϊνοί. Κρότοι ευάρεστοι έπληττον τας ακοάς. Ηκούοντο πανταχόθεν ομιλίαι, γέλωτες και άσματα· μάλλον κελεύσματα αρχαιοπρεπή, συνοδεύοντα την βαρείαν αγγαρείαν του αδρακτιού με την μακράν ογκώδη μανέλλαν του εργάτου και του ελαιοτρίπτου. Τηγανίτες εμοσχοβολούσαν παντού. Οι ελαιοτριβείς εκαλοπερνούσαν καθημερινώς από τα φιλεύματα και τα κεράσματα των οικοκυράδων.
  Δεν έλειπαν και οι νεωτερισμοί.
  Εσχάτως, ως και ένας σαλεπτζής ακόμα ήλθεν εις το χωρίον. Οι ολίγοι όμως πελάται του αριθμούνται μεταξύ του κινητού και αγοραίου πληθυσμού, καμμία δε οικοκυρά δεν θα επέτρεπεν εις τον υιόν ή τον σύζυγόν της κατ’ οίκον να ζητήση σαλέπι να πιη από τα χέρια του πλανοδίου ξένου… Εάν έλειπε το μαχμουρλίκι, ο μπάρμπα – Δημήτρης ο Γατζίνος θα μοι διηγείτο και πάλιν, πως τον παλαιόν καιρόν, όταν αυτός ήτο καραβοκύρης, μας έφερνεν εις την οικίαν ως δώρον χαλβάν πολίτικον, όταν εγύριζεν από τα ταξίδια, και πως, όταν ο ίδιος είχε γίνει μπακάλης, επωλούσε το μαύρο χαβιάρι με το βαρελάκι ως ταραμάν, προς εξ δραχμάς την οκάν. Πλην αι ώραι του λυκαυγούς δεν επιτρέπουσιν εκμυστηρεύσεις.
  Ω, αι ώραι του λυκαυγούς!... Ιδού «αυτόμαται ήξαν πύλαι ουρανού, ας έχουν ώραι»· πλην ας αφήσωμεν τους παλαιούς και ας ψάλλωμεν μετά του Κοσμά του θεσπεσίου: «Προσενωπιώ σοι ώραι υπεκλίθησαν· φως γαρ και προ ποδών υψίδρομον πέλας, Χριστέ…».
  Ιδού, αριστερά μας, μεταξύ των βράχων, εν λείψανον σεσαθρωμένης ξυλίνης αποβάθρας και δύο βαθμίδες κάτω υποβρύχιοι. Μία βάρκα φαίνεται εκεί δεμένη. Δύο μορφαί πλησιάζουν, ο εις φορτωμένος μέγα ζεμπίλι, ο άλλος με ελευθέρας τας χείρας, κύπτων και ανασηκώνων την περισκελίδα του. Ο Γιάννης της Σοφούλας, υπάγει δια τον αρσανάν, ο υιός του, ο Νικολός, λύει την μπαρούμα, ο πατέρας βάζει τα κουπιά, ο μικρός πηδά μέσα, η πλώρα στρέφεται προς το πέλαγος. Τόσον πρωϊνός ήδη ο Γιάννης της Σοφούλας! Με τα ρόδα της αυγής τρέχει εις την ισόβιον καθημερινήν εργασίαν του. Εργασία ολοήμερος εκεί, και κρότος, και «ωδίνες ως τικτούσης». Αλλ’ όσον και αν κοιλοπονούν, όσον κι αν καταπατούνται οι άνιρωποι δια να κατασκευάζωσι «τείχη τριτογεννή», η θάλασσα θα καταφάγη μίαν ημέραν όλους τους δρυΐνους δράκοντας, «δη ωκ λεβάϊαθανς», όπως λέγει ο Μπάϋρον. «Εν πνεύματι βιαίω συντρίψας πλοία Θαρσεύς».[…]

Κώστας Γ. Καρυωτάκης






















Οι στίχοι μου

Δικά μου οι Στίχοι, απ’ το αίμα μου, παιδιά.
Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια
τα δίνω από την ίδια μου καρδιά,
σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια.

Πηγαίνουν με χαμόγελο πικρό,
αφού τη ζωήν ανιστορίζω τόσο.
Ήλιο και μέρα και ήλιο τους φορώ,
ζώνη ναν τάχουν όταν θα νυχτώσω.

Τον ουρανόν ορίζουνε, τη γη.
Όμως ρωτιούνται ακόμα σαν τι λείπει
και πλήττουνε και λυόνουν πάντα οι γιοι
μητέρα που γνωρίσανε τη Λύπη.

Το γέλιο του απαλώτερου σκοπού,
το πάθος μάταια χύνω του φλαούτου·
είμαι γι’ αυτούς ανίδεος ρήγας που
έχασε την αγάπη του λαού του.

Και ρεύουνε και σβύνουν και ποτέ
δεν παύουνε σιγά-σιγά να κλαίνε.
Αλλού κοιτώντας διάβαινε, Θνητέ,
Λήθη, το πλοίο σου φέρε μου να πλένε.

Ευγένεια

Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και γίνε σαν αηδόνι,
και γίνε σα λουλούδι.
Πικροί όταν έλθουν χρόνοι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και ‘πε τονε τραγούδι.

Μη δέσης την πληγή σου
παρά με ροδοκλώνια.
Λάγνα σου δίνω μύρα
-για μπάλσαμο- και αφιόνια.
Μη δέσης την πληγή σου,
και το αίμα σου, πορφύρα.

Λέγε στους θεούς «να σβύσω!»,
μα κράτα το ποτήρι.
Κλώτσα τις μέρες σου όντας
θα σούνε πανηγύρι.
Λέγε στους θεούς «να σβύσω!»,
μα λέγε το γελώντας.

Κάνε τον πόνο σου άρπα.
Και δρόσισε τα χείλη
στα χείλη της πληγής σου.
Ένα πρωί, ένα δείλι,
κάνε τον πόνο σου άρπα
και γέλασε και σβύσου.

Ποιητές

Πως σβύνετε, πικροί ξενητεμένοι!
Ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρυνούς να σας φυτέψουν…
Βιολέττες και ανεμώνες, ξεχασμένες
στα ξένα που πεθαίνετε παρτέρια,
κρατώντας, αργυρή δροσοσταλίδα,
βαθιά σας την ελπίδα της πατρίδας…
Χτυπιούνται, πληγωμένες πεταλούδες,
στο χώμα σας οι θύμησες κ’ οι πόθοι.
Το φως, που κατεβαίνει, της ημέρας,
κι απλώνεται γλυκήτατο και παίζει
μ’ όλα τριγύρω τα’ άλλα λουλουδάκια,
περνάει από κοντά σας και δε βλέπει
τον πόνο σας ωραίο, για να χαϊδέψη
τα πορφυρά θρηνητικά μαλλιά σας.
Ειδυλλιακές οι νύχτες σας σκεπάζουν
κ’ η καλοσύνη αν χύνεται των άστρων,
ταπεινοί καθώς είστε, δε σας φτάνει.
Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων
η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει,
ανθάκια μου χλωμά, που σας επήραν
σε κήπους μακρυνούς να σας φυτέψουν.

Μπαλλάντα

 Στους άδοξους ποιητές των αιώνων
                       
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγγώ με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πούνε.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πούναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πούναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
- Ποιος άδοξος ποιητής, θέλω να πούνε,
την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πούναι.

«Εκακώθην και εταπεινώθην έως σφόδρα, ωρυόμην 
από στεναγμού της καρδίας μου.»

Ηλίας Βενέζης
  Νυχτωθήκαμε στο Αγιασμάτ. Μας πήγαν σ’ ένα σκοτεινό χαμηλό χτίριο. Μόλις μπήκαμε μέσα μας χτύπησε μια μυρουδιά από κοπριά, από θειάφι κι αγιοσύνη. Καταλάβαμε πως πρόκειται για έναν οίκο του Υψίστου που χρησίμευε τώρα για στάβλος ή αποθήκη.
  Νεκρή ησυχία βασίλευε. Χύσαμε με τις χούφτες το θόρυβο που έβγαινε απ’ τα πικραμένα στόματά μας. Ύστερα ξαπλώσαμε πάνω στις πλάκες όπως βρεθήκαμε ο καθένας. Ο Αργύρης κοντά μου. Στο βάθος, προς το μέρος του Ιερού, πήγε η φαμίλια. Το καταλαβαίνω απ’ το παιδάκι που κλαίει. Θα φοβάται το πολύ σκοτάδι.
  Η πόρτα έκλεισε. Είμαστε μονάχοι οι σκλάβοι. Πέρασε ίσαμε μια ώρα. Από καιρό σε καιρό, σε αραιά διαστήματα, γινόταν σιωπή. Ύστερα ακουγόταν ένα μουγκριχτό σε μιαν άκρη – κάποιος σύντροφός μας. Κι όσο προχωρούσε η νύχτα, αυτές οι βαριές υπόκωφες κραυγές ολοένα πολλαπλασιάζουνταν. Τα μισόγυμνα κορμιά, όσα δεν ήταν δουλεμένα στην τραχιά ζωή, σπαράζαν. Όσο περπατάς δεν καταλαβαίνεις τίποτα απ’ το ύπουλο έργο που γίνεται κάτου απ’ το πετσί, μες στα νεύρα. Μα μόλις καθίσεις είναι αδύνατο πια να σαλέψεις χωρίς να δαγκάνεις, να βγει αίμα απ’ τον πόνο. Πεινούσαμε.
- Ηλία, θα βαστάξουμε, δεν είναι έτσι;… με ξαναρωτά ο Αργύρης, να πάρει κουράγιο από μένα.
Κ’ εγώ θέλω να μη λιποψυχήσω:
- Θα βαστάξουμε, Αργύρη.
- Ελπίζεις;…
- Ελπίζω.
  Λίγο έπειτα μου παραπονιέται για τα πόδια του. Το ένα, που ήταν ολότελα γυμνό, άρχισε να πρήζεται, να κάνει φουσκαλίδες. Ένα δυο απ’ αυτές σπάσαν στο δρόμο και τσούζουν. Και το άλλο, με τη συντροφική παπούτσα, είχε πληγώσει. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω το ωραίο χλωμό του πρόσωπο επειδή είναι σκοτάδι. Μα τον ακούγω που κλαίει σιγανά. Του λέω πως υποφέρω κ’ εγώ, σώπα.
  Ξεχνιέται μια στιγμή, μα πάλι ξανάρχεται στο ίδιο μοτίβο:
- Ηλία αδερφάκι μου, μπας και δε βαστάξουμε;…
  Θα ήταν έντεκα η ώρα, τη νύχτα, όταν έτριξε η πόρτα. Δυο τρεις στρατιώτες μιλούσαν σιγανά. Στριμώχτηκα κοντά στον Αργύρη, κ’ εκείνος σιμά μου, και βλέπαμε. Ένα φως άναψε. Ένα κερί. Οι στρατιώτες άρχισαν να ψάχνουν. Σκύβουν με το κερί στα πρόσωπα και κοιτάζουν. Γυρεύουν.
  Σαν φτάξανε σ’ εμάς, στα δυο αγόρια, στάθηκαν.
- Θέλεις; λέει ο ένας δείχνοντας τον Αργύρη.
Ο άλλος σκέφτηκε, ύστερα λέει;
- Όχι για την ώρα.
- Τη γυναίκα;
- Ναι.
- Θα περιμένεις σειρά, λέει ο πρώτος.
- Θα περιμένω.
Απομακρύνουνται.
  Ο Αργύρης τα καταλαβαίνει όλα, γιατί ξέρει τούρκικα. Μα κ’ εγώ το υποπτεύουμαι. Είναι τόσο κοντά μου, ακούγω την καρδιά του που χτυπά γρήγορα. Μα γρήγορα. Σφίγγεται πάνω μου.
- Ηλία… μουρμουρίζει συγκινημένος. Α, «αυτό» όχι! Όχι!
  Κ’ εμένα μ’ έχει περιχύσει ο ίδρος απ’ το φόβο. «Αυτό» δεν το είχα υποπτευτεί, δεν το υπολόγιζα. Θυμούμαι μονομιάς ένα σωρό ιστορίες που είχα ακουστά. Μια ξαφνική αξιοπρέπεια τινάζεται σα λόχη μες από κει, απ’ το ταπεινωμένο ζο. Μια περηφάνια, μες στις μύξες, στη γύμνια, στα δάκρυα – ναι, ήταν ολότελα κωμικό.
  Παίρνω αμέσως την απόφαση:
- Αργύρη, εγώ θα προτιμήσω να πεθάνω. Θα κάμω ό, τι μπορώ…
  Δεν ακούγω την απάντησή του. Ίσως γιατί τρέμει. Δε θέλει ν’ αγγίσει τη βεβαιότητα πως δεν πρόκειται να ζήσουμε. Γιατί, γιατί είναι έτσι ωραία να έχεις μια θερμή καρδιά, να είναι ήλιος, η θάλασσα…
- Αλλά «αυτό» όχι… Όχι «αυτό» μουρμούρισε πάλι.
  Το κερί έφταξε στον προορισμό του, στο Ιερό. Ακούμε μια στριγγιά γυναικεία κραυγή που ξεπετιέται από κει, στο βάθος· χαστουκίζει για ένα γρήγορο λεπτό τον πικρόν αγέρα. Ύστερα άλλη μια κραυγή. Μα τούτη σβήνει απότομα από κάποιο χέρι που βούλωσε το στόμα που φώναζε. Οι στρατιώτες, φαίνεται, νοιάζουνταν να μη γίνει θόρυβος.
  Οι σύντροφοι σηκώνουνται σιωπηλά, με προφύλαξη, και κουνιούνται προς το Ιερό, να δουν. Σηκώνουμαι κ’ εγώ και πάω κοντά, τοίχο τοίχο, κρυμμένος στο μισοσκόταδο.
  Η γυναίκα βαστούσε τον άντρα της με τα δυο χέρια και δεν ήθελε να ξεκολλήσει. Το παιδάκι είναι ξαπλωμένο ανάμεσά τους. Δεν ξύπνησε ακόμα. Μια μπούκλα γεμάτη σκόνη έχει κολλήσει πάνω στο πρόσωπο, πέφτει και πλάι, στο κατεβασμένο βλέφαρο. Είναι τόσο ήμερο – μια μπούκλα. Θα ονειρευόταν. Ο στρατιώτης τραβούσε τη γυναίκα, στην αρχή αδύνατα, ήθελε να είναι αβρός. Μα ολοένα δυνάμωνε, ολοένα, το τράβηγμα. Ανυπομονούσε. Τα μάτια του ήταν τεζαρισμένα απ’ την επιθυμία και, όπως η αντίσταση της γυναίκας συνεχιζόταν, μια γρήγορη λάμψη χίμηξε μέσα τους και τα’ άλειψε με φως.
- Γλιτώστε με!... Γλιτώστε με!...
  Ο άντρας ακούει τη γυναίκα του. Έχει ένα χαμένο ύφος, η μιλιά είναι δεμένη μες στο στόμα του, αλυχτούσε να βγει. Δεν έβγαινε.
- Κ’ εσύ δε με σκοτώνεις! Του φώναζε η γυναίκα με απελπισμένη οργή. Δε με σκοτώνεις!...
  Συγκινημένος, χαμένος, κατορθώνει τέλος να ικετέψει τους στρατιώτες:
- Λυπηθείτε μας!... Λυπηθείτε μας!...
  Ανασηκώθηκε λίγο προς τα μπρος, έκαμε μια προσπάθεια να κρατηθεί σ’ αυτή τη στάση της αδέξιας γονυκλισίας.
  Μια κλωτσιά στα πλευρά. Ο μεγάλος όγκος του έπεσε απότομα πίσω. Κ’ η γυναίκα έχασε την επαφή μαζί του. Έκαμε να πιαστεί κάπου, κι άρπαξε το ποδαράκι του παιδιού. Κι αυτό, που ξύπνησε, ξεφώνιζε μαζί της:
- Μητερούλα!... Μητερούλα!...
  Ένα μικρό διάστημα τη σέρναν. Έσερνε και το παιδάκι μαζί της. Ύστερα το παράτησε.
  Βγήκαν απ’ το Ιερό. Σταμάτησαν κοντά στην είσιδι, πίσω από μια κολόνα. Ένας τους πήρε μια πλατιά σανιδένια τάβλα, που ήταν στην πόρτα, και την ακούμπησε στην κολόνα, να προφυλάξει το μέρος να μη βλέπουμε. Μα για το σκοπό τούτον η τάβλα ήταν μικρή, πιο μικρή απ’ το μπόι του ανθρώπου. Λίγα πράματα μονάχα κρύβουνταν.
- Εδώ μέσα!... Μπρος στα μάτια μας!... μουρμουρίζει ένας με φρίκη. Τα σκυλιά!
- Σουτ! Κάνει κάποιος άλλος.
  Κρυμμένοι μες στο σκοτάδι είχαμε κολλήσει τα μάτια εκεί. Οι καρδιές χτυπούσαν, Κοιτάζαμε με περιέργεια αδυσώπητη, σα λύσσα, μη μας φύγει και η ελάχιστη λεπτομέρεια. Ο ένας στρατιώτης πολεμούσε να ρίξει τη γυναίκα ανάσκελα χάμου. Δεν έπεφτε. Τότες την έπιασαν οι δυο απ’ τα χέρια κι ο τρίτος απ’ τα ποδάρια. Άφησαν πια κατά μέρος την αβρότητα. Τα χέρια τους, τα κορμιά τους δουλεύαν με γρήγορες νευρικές κινήσεις, δεν άντεχαν πια. Την ξαπλώσαν ανάσκελα. Ο μεσαίος στρατιώτης βιαζόταν να τη λευτερώσει από ένα δυο ρούχα. Οι άλλοι την κρατούσαν με τα χέρια κολλημένα πάνου στο στήθος. Για μια τελευταία φορά πολέμησε να μαζέψει τις δυνάμεις της, ν’ αντισταθεί. Ξέφυγε, στριφογύρισε σα φίδι, ουρλιάζοντας:
- Σκοτώστε με! Σκοτώστε με!
  Τη φέραν πάλι στα ίδια, ανάσκελα, με κολλημένα πάνω της τα τρία ζευγάρια χέρια. Μη έχοντας πια να κάμει τίποτα άλλο, έπιασε να χτυπά το κεφάλι της απανωτά, απελπισμένα, στις πλάκες. Ο βουβός κρότος νοιαζόταν να διατηρηθεί μια στιγμή μες στις φωνές της, που ολοένα αδυνάτιζαν.
  Τέλος μέρεψε οριστικά. Άκουγες μονάχα ένα σιγανό, κλαμένο μουρμουρητό, ένα παράπονο. Και πολύ αραιά, ένα δυο τελευταία χτυπήματα του κεφαλιού στις πλάκες – κάτι καθυστερημένα χειροκροτήματα μες στη λαχανιασμένη ανάσα του ζου, από πάνω της, που «εκφραζόταν».
  Γύρισα τα μάτια. Δυο τρεις σύντροφοι είχαν μαζευτεί κοντά κοντά, ολόρθοι, και κάνανε ένα παραπέτασμα γύρω στον άντρα της, να μη βλέπει. Είχε ζαρώσει εκεί, κουρελιασμένος, μισόγυμνος, συντριμμένος, έσκυβε πάνου στο παιδάκι του με τις μπούκλες που βέλαζε, το’ σφιγγε.
- Πως θα το βαστάξω;… Πως θα το βαστάξω;… μουρμούριζε μες στα δάκρυά του.
  Ένας απ’ τους δικούς μας θέλησε να τον ησυχάσει.
- Σύντροφε, δεν είναι ντροπή. Όλοι μας μια μέρα μπορούμε να το βεβαιώσουμε πόσο ήταν αδύνατο να κάμεις τίποτα…
  Ο σιγανός ολολυγμός ερχόταν ολοένα πιο αδύνατος απ’ το άλλο το φτωχό μισολιποθυμισμένο πλάσμα εκεί. Περνούσε μες απ’ το προπέτασμα που κάναμε γύρω στον άντρα της, έφτανε σα λυρική νότα, ένας στίχος με σούρουπο, ένα «παρών».
- Δεν είναι ντροπή, σύντροφε…
- Μα είναι γι’ αυτό τώρα;… τινάζεται απελπισμένα. Δεν την ακούτε εκεί χωρίς βοήθεια; Τ ώ ρ α τι να κάμω! Τ ώ ρ α! Τ ώ ρ α!


Ιωάννης Γρυπάρης

ΣΚΑΡΑΒΑΙΟΙ

Ο όρθρος των ψυχών

Τ’ αστέρια τρεμοσβύνουνε κ’ η νύχτα είναι λίγη
με φως χλωμό και άρρωστο οι κάμποι αντιφεγγίζουν
κι ολόγυρά του, όπου στραφή το μάτι σου, ξανοίγει
εδώ κορμιά εκεί κορμιά στρωμένα να μαυρίζουν.

Φίλους κ’ εχθρούς ο θάνατος σ’ ένα τραπέζι σμίγει
όπου ταγρίμια ακάλεστα με πείνα τριγυρίζουν·
χαρά στον όπου γλύτωσε, χαρά στον πόχει φύγη,
μα όσους το βόλι εξέσχισε, κοράκια ξανασχίζουν.

Κι άξαφνα ορθός ο Σαλπιχτής πηδάει ο λαβωμένος,
στριγγή φωνή και σπαραχτήν η σάλπιγγα του βγάζει
που λες τον ίδιο της χαλκό –κι όχι αυτιά– σπαράζει.

Μα δεν ξυπνάει στο ορθινό κανένας πεθαμένος,
μόν' τα κοράκια φεύγουνε κοπαδιαστά σα νάναι
των σκοτωμένων οι ψυχές που στα ουράνια πάνε.


ΤΕΡΡΑΚΟΤΤΕΣ

Δικό μου φως

Μεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη
λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ως πέρα
το φως της μες στον έρημον αιθέρα
της νύχτας όλα τάλλα φώτα σβύνει.

Μα εκεί βαθιά που ροδοφέγγει η μέρα
όταν μικρή ζωή στη νύχτα μείνη,
έν’ άστρο λίγο μα δικό του χύνει
φως τρέμιο από την άγνωστή του σφαίρα.

Κ’ είπα: τέτοιο καλό μακριά ΄πο μένα,
αφού κοντά σε μεγαλεία ξένα
ό,τι σιμώνει το δικό του χάνει,

Καλύτερα μακριά και μοναχός μου!
σε μια άγνωστη κρυφή γωνιά του κόσμου
λίγο μα και δικό μου φως με φτάνει.


ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Στη δύση της γενεάς

Πες μας τους πόνους πούπες και ξανάπες·
- Με μοίρανε στα σπάργανά μου η Μοίρα
να τραγουδάω τις στείρες τις αγάπες
και τάκαρπα φιλιά να κλαίω τα στείρα.

Πέρ’ από μένα δε θα καναζήση
Η αρχαία μας γενεά – πάπποι προσπάπποι,
και πάντα μες το ρόδινο μεθύσι
θα πνίγω μόνος τη στερνή μου αγάπη.

Κ’ έσωσα πρώτος όπου σώνει ο δρόμος
που η Θάλασσα η Νεκρή τον κόβει, η μαύρη·
της τρίτης γενεάς μου ο κληρονόμος!
το ξένο κρίμα μου άφταιγος δε θάβρη.

Δε θαναζώ, συνόριστος δεσπότης,
σε μια βαθιά γωνιά του αίματός του
να τρυγάω τον πρώμο ανθό της νιότης
σαν το κρυφό σκουλήκι πόθου αρρώστου.

Σώνω στερνός εκεί που σώνει η στράτα
που εμπρός το δάσος το άβατο την κόβει·
μέσα θρηνούν τανώφελα τα νιάτα
και των τελείων θανάτων κλαιν οι φόβοι.


ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΩΤΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΦΡΥΔΗΣ

Ο πραματευτής

Ήρθε απ’ την Πόλη νιος πραματευτής
με διαλεχτή πραμάτεια,
μ’ ασημικά και χρυσικά
και με γλυκά και μαύρα μάτια.

Κ’ οι νιες ποθοπλαντάζουν του χωριού
στις πόρτες και στα παραθύρια,
κ’ οι παντρεμένες ξενυχτάν
για τα σμιχτά γραφτά του φρύδια.

Τρίζωστη ζώνη ολόχρυση φορεί
σε δαχτυλίδι μέση,
και πια η ωραία η Χήρα δε βαστά:
- Πραματευτή, πολύ μ’ αρέσει
η ζώνη που φορείς κι ό,τι να πής
σου τάζω κι άλλα τόσα…
- Δεν την πουλώ με ουδέ φλουριά
με ουδ’ όσα κι άλλα τόσα γρόσσα·
έτσι, ωραία, ωραία – πώς να σε πως,
ρόδο ή κρίνο;
ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου εύρω δυο τη δίνω…
- Σύρε ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά,
πραματευτή με τα ώρια μάτια,
και κει σου φέρνω την τιμή
και παίρνω την πραμάτεια.

Τραβάει ταχιά στην Ώρια τη σπηλιά
και στου μεσημεριού τη στάλα
φτάνει στην Ώρια τη σπηλιά
σε μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τη μούλα στην ξυνομυλιά
που ησκιώνει εμπρός στο σπήλιο,
στα μάτια του που τον πλανάν
βάζει συχνά το χέρι αντήλιο
και τρώει και τρώει τη στράτα του χωριού,
δε φαίνεται κι ουδέ γρικιέται
και μπαίνει μέσα στη σπηλιά
κι αποκοιμιέται…

Μέσα στη στοιχειωμένη τη σπηλιά
που αποσταμένος γέρνει,
ύπνος τις φέρνει, ύπνος τις παίρνει:
Νεράϊδες περδικόστηθες στητές
και μαρμαροτραχήλες
ανήσκιωτα κορμιά, αδειανά
διανέματα κι ανατριχίλες,
στις κομπωτές πλεξούδες των φορούν
νεραϊδογνέματα και πολυτρίχια
κ’ έχουνε κρίνους δάχτυλα
κ’ έχουν ροδόφυλλα για νύχια
κι ελιόμαυρες λαμπήθρες
– τέτοιες με μέλι σύγκερο μεστές
οι Υβλαίες κερήθρες –
Και μια, η Εξωτέρα η Παγανή,
παγάνα του θανάτου,
χτυπάει το νιο πραματευτή
και παίρνει τα συλλοϊκά του.

Τώρα στη χώρα ο νιος πραματευτής
κλαίει και λέει πάλι εκείνο:
- Ένα μου κόστισε φιλί
κι όπου εύρω δυο τη δίνω
τη ζώνη πόπλεξε η καλή – ώ ένα φιλί,
η αρρεβωνιαστικιά μου,
με πλάνεσε μια ξωτικιά στην ξενητειά
και πήρε τα συλλοϊκά μου!


ΕΛΕΓΕΙΑ

Εστιάδες

Βαθειά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν' απ’ την Πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή – κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι.

«Έσβυσε η άσβυστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
οχι μ’ ελπίδα πως μπορεί νάν ψεύτρα η συμφορά
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.

Θαρρείς νεκροί κι απάρηασαν τα μνήματ’ αραχνά
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση,
κ’ ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά
μην τύχη τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήση.

Μ’ ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφυλλητό σκυφτοί
προς της Εστίας το Ναό τραβούνε
και μπρος στην Πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να ιδούνε.

Και βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ’ ανωφέλευτο ντυμένες
στον προδομένο το Βωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Εστιάδες τις σεμνές, μα κολασμένες.

Το κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη ανεμελιά
κι αραθυμιά – σαν της δικής μας νιότης!
μα η Άγια η Φωτιά, μια πόσβυσε, δεν την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.

Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινοσύνη,
του κάκου! Στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ούδ’ έλπιση δεν έχει μείνη.

Κ’ είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία· εχτός
αν πρι ο καινούργιος ο ήλιος ανατείλη
κάμη το θάμα του ο ουρανός και στ’ άωρα της νύχτας
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλη.

Κι αν είν και πέση απάνω τους, ας πέση! Όπως ζητά
το δίκιο κ’ οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τις, με τα χέρια τους τον προσκαλούνε

Τάχα το θάμα κ’ έγινε; – πες μου το να στο πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν τη δικιά μας, πόσβυσεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζη και ζένεται – με το σκοπό της!


ΤΑ ΠΑΡΑΛΕΙΦΘΕΝΤΑ «ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΑ»

Στερνό ταξίδι

Σκεβρό σανίδι, πως στριγγά τριζοβολούν οι αρμοί σου,
ώρα την ώρα οι γοφοί σου θα ξεκλειδώσουν λες,
μα εσύ ταξείδια μελετάς στους δρόμους της αβύσσου,
ενώ οι παλιές στο σώμα σου κουφοδρομούν πληγές.

Στυλά τα μάτια στ’ άνοιγμα του λιμανιού η Γοργόνα
κρατάει, ψυχή ακατάλυτη, μες στο φθαρτό κορμί,
στα πελαγοδρομίσματα και στον αιώνιο αγώνα
τη μαθημένη νιώθοντας να τη φτερώνει ορμή.

Ώ, αλήθεια! Αντί αναγέλασμα της άστεργής σου μοίρας,
να ρεύης σκέλεθρο αχαμνό, στην άκρια ενός γιαλού,
κι αν είν’ γραφτό σου να σε πιη του πέλαου ο καταποτήρας,
πάρ’ ένα επίδρομο στερνό για κάπου πάντ’ αλλού.

[1923]

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα