Blogger Template by Blogcrowds.


Στρατής Μυριβήλης
  Σαν απόμεινε μόνος και ξεμάκρυνε ο θόρυβος και τα γέλια της συντροφιάς, ένιωσε με ευχαρίστηση τη σιωπή της νυχτωμένης Αθήνας να τον τυλίγει με την ησυχία της. Από τα φοιτητικά του χρόνια του άρεσε να περπατά τις μικρές ώρες μέσα στα έρημα σοκάκια, ν’ ακούει τα βήματά του ένα – ένα. Έβλεπε δεξά – ζερβά σε παράταξη τα σπίτια να σωπαίνουν τυλιγμένα στον ίσκιο τους, τα ένιωθε στέρεα και στοργικά πάνω από τον ύπνο των απροστάτευτων ανθρώπων. Σαν σωπάσουν και ακινητήσουν οι άνθρωποι, τότε είναι που ξυπνάνε τα σπίτια, ξαναβρίσκουν όλη τη συγκινητική τους υπόσταση και ζουν την προσωπικότητά τους μέσα στη νύχτα και τη σιωπή.
  Από πάνω του οι αστερισμοί βλεφάριζαν γυαλιστεροί, ψυχροί μέσα στο ξάστερο στερέωμα.
  Από παιδί την αγαπούσε τη νύχτα. Το κλίμα της ψυχής του ήτανε στην πνευματικότητα, την ησυχία και την περισυλλογή της. Η μέρα σέρνει μέσα στον ασυνάρτητο θόρυβό της όλες τις υψωμένες φωνές της δημοκοπίας, το αλαλητό της μάχης για το κέρδος. Εκφράζεται με τα μεγάφωνα της δημοσιογραφίας, που είναι η «λαϊκή αγορά» της Ιδέας και του Στοχασμού. Το ίδιο θορυβούν μέσα στο αδιάντροπο φως της τα χρώματα και οι γραμμές. Ο παραλογισμός και το απρόσωπο κοπάδι τη γεμίζει με το θρίαμβο του αριθμού.
  Όμως η νύχτα ξαναδίνει το άτομο στον εαυτό του, τον άγιο και πολύτιμον εαυτό του, που τον είχε χαμένο μέσα στο σπρώξιμο της αγοράς. Μόνο τη νύχτα μπορεί να βρεθεί κανείς καταπρόσωπο με τον έναστρον ουρανό του Θεού, να τόνε δει κατάματα, ν’ ανεσάνει τη δροσερή και αγνήν αναπνοή του Απείρου.


Στρατής μυριβήλης
  Όπου έρχεται η Μεγαλοβδομάδα, έρχεται κ’ η Μεγάλη Παρασκευή, να βγάλουν τη νύχτα τον Επιτάφιο, να τον γυρίσουν μέσα στο χωριό. Τούτες οι γιορτάδες παίρνανε μορφή εθνικής επίδειξης μπροστά στους Τούρκους. Προπάντων ο Επιτάφιος και η Δευτερανάσταση, που είχαν τις μεγάλες λιτανείες με όλα τα λάβαρα.
  Τον Επιτάφιο τον περιμέναμε όλο το χρόνο με λαχτάρα. Ήταν μια νύχτα γεμάτη μαγεία και συγκίνηση, όλο χρυσαφιά χρώματα και φως. Μύριζε ως τ’ άστρα ο αγέρας δάφνες και μοσκολίβανα.
  Σαν ξεκινούσε η λιτανεία, μπροστά πήγαιναν τα ασημένια φανάρια με τα χρωματιστά κρύσταλλα, σηκωμένα ψηλά – ψηλά, πάνω στα γαλάζια τους κοντάρια. Τα ξεφτέρουγα με τις μαλαματένιες αχτίδες άστραφταν στα φώτα. Και κείνα τα λάβαρα, οι πελώριες βελουδένιες εικόνες, σηκωμένες σαν σημαίες, όλο χρυσή φούντα από καθαρό μαλαματένιο σύρμα, ν’ αντιφεγγίζουν κάτω από τις λαμπάδες και να τρέμουν. Στη μέση η Ταφή και η Σταύρωση.
  Τα κρατούσαν «τα παπαδάκια», αγόρια ντυμένα με άσπρα και γαλάζια άμφια, τα σήκωναν όσο μπορούσαν πιο ψηλά, να φτάνουν ως εκεί μπροστά στα «ξεπεταχτά» των τούρκικω σπιτιών.
  Ξέραν πως πίσω από τα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα ξενυχτούσαν οι χανούμισσες, τα τουρκάκια, οι γέροι μουσουλμάνοι, φαρμακωμένοι όλοι τους από τη ζήλια, να βλέπουν την αρχοντιά και τα μεγαλεία της θρησκείας μας.
  Πίσ’ από τα λάβαρα ερχόταν ο παπάς με τ’ αγιονταφίτικα άμφια. Χοντρό μενεξελί μεταξωτό με ολόχρυσες ουγές, στολισμένο με σταυρούς από αληθινά μαργαριτάρια. Έβγαζαν και τ’ ακριβό Βαγγέλιο στη λιτανεία. Το δέσιμό του ήταν πλάκες ατόφιο χρυσάφι δουλεμένο. Οι τέσσερεις Ευαγγελιστές στις τέσσερεις γωνιές, κ’ ένα γύρω όλο ρουμπίνια σα ρωϊδοπαπούδες. Σπίθιζαν οι πέτρες, βυσσινιές, πράσινες, κρασουλιές.
  Ύστερα ερχόταν το κουβούκλιο από τον Επιτάφιο, χαμένο κάτω από τις βιόλες και τους αβαγιανούς. Ο Επιτάφιος, μεγάλος, ολόσωμος, κεντημένος στο χρυσάφι και στα πετράδια. Κι από πίσω όλοι οι χριστιανοί με τις λαμπάδες και με τα φαναράκια. Άντρες, γυναίκες και μωρά.
  Σε κάθε τρίστατο η λιτανεία σταματούσε κ’ έλεγαν την ευκή. Σταματούσε και στην πόρτα των δημογερόντω. Και παντού έκαιγε μοσκολίβανο, τα μπρούτζινα θεμιατά κάπνιζαν στις πόρτες, στις σκάλες, στα παραθύρια. Ο ευωδιαστός καπνός ανέβαινε ειρηνικά ίσαμε τ’ άστρα, ο αγέρας μύριζε ροδόσταμα.
  Τα ράντιζαν οι κοπέλες από τα μπαλκόνια με κρουσταλλένια ροδοστάλια. Το φως από τις λαμπάδες έπαιζε παράξενα, ηδονικά, στο παχουλό τους πηγούνι, στα ρουθούνια και στα ματόκλαδα. (Ποτές οι κοπέλες του χωριού δε μας φαίνονταν έτσι γλυκιές και επιθυμητές, όσο τη νύχτα του Επιτάφιου).
  Οι Τούρκοι πια να τα βλέπουν όλα αυτά και να σκάνουν από το κακό τους. Μόνο η δικιά μας η θρησκεία είχε τέτοια δόξα. Το ξέραμε και χαιρόμαστε γι’ αυτό. Περνούσαμε χαρούμενοι, συγκινημένοι ως τα δάκρυα και περήφανοι. Περνούσαμε μονιασμένοι ως το θάνατο, φρουρά ομόψυχη γύρω στο Χριστό μας, όλοι οι Έλληνες. Που θέλεις και δεν μπορείς να πας, σαν έχεις μπροστά σου τα λάβαρα και τα ξεφτέρια Του. Ποιον θέλεις και δε θα τον νικήσεις με τέτοιο μποστολάτη.
  Όπου ήταν για να γίνει στάση, τα παιδιά της κάθε γειτονιάς είχαν μπλεγμένες καμάρες από δάφνες, να σταθεί από κάτου το κουβούκλι, ο Επιτάφιος. Απ’ αυτές κρέμαζαν μεγάλα χαρτένια φανάρια πολύχρωμα, στολισμένα με χρυσόχαρτα και λογής ξόμπλια. Σχημάτιζαν σταυρούς, σημαίες ασπρογάλαζες, τούμπανα, άστρα. Κάναμε και τρίγωνα χαρτοφάναρα με του Θεού το μάτι στη μέση.
  Παράβγαιναν οι γειτονιές ποια να στολίσει πιο όμορφα την καμάρα της. Στη στάση της αγοράς, εκεί πια γινόταν η μεγάλη στολισιά.
  Μια φαρδιά αψίδα σηκωνόταν κ’ έπιανε όλο το φάρδος της μικρής πλατέας. Τα φανάρια της αμέτρητα και στη μέση ένα μεγάλο, με τη Σταύρωση πάνω στο τριανταφυλλί χαρτί. Αυτό το λέγαμε «το δωδεκάφωτο». Μέσα έκαιγαν αράδα όλα τα σπαρματσέτα – οι δώδεκα Αποστόλοι. Εκεί σταματούσε για πολλήν ώρα η λιτανεία. Έψελναν τα παιδιά τον Επιτάφιο Θρήνο, οι παπάδες λέγαν όλες, τις ευχές. Αντίκρυ ήταν τα τούρκικα καφενεία. Γι’ αυτό.
  Ανέβαινε το λοιπόν κείνη την αξέχαστη βραδιά η μεγάλη λιτανεία με ψαλμουδιές κι αναμένες λαμπάδες. Μέσα στο σκοτάδι, από τόσον κόσμο, δεν άκουγες μιλιά. Μόνο τα παπούτσια τα ρούχα, γιόμιζαν σούσουρο τη νύχτα.


Στρατής Μυριβήλης
  Η Σαπφώ αφήνεται στην αγκαλιά του, πιάνεται από το λαιμό του με το χέρι που σφίγγει τα καβούρια, δένεται πάνω του με το μπράτσο της και σιγά – σιγά ξαμολάει το κλαδί της αγριοσυκιάς.
  Ο Λεωνής την κρατά σφιχτά με το ζερβί του πάνω στο στήθος, κατεβαίνει πολύ αργά, με προσοχή. Δοκιμάζει πρώτα καλά την κάθε προεξοχή του βράχου, πριν πατήσει απάνω με όλο του το βάρος. Ένα κύμα καυτερό τόνε γλύφει όλον, στα μηλίγγια του βαράνε σφυριές. Όλα είναι πράσινα μπροστά στα μάτια του, ένα ρευστό πράσινο που τρέχει. Ένας καταρράχτης από φύλα που θροούν και χύνουνται σε βάραθρο.
  Ακούει το νερό σα να γουργουρίζει βαθιά μέσα στο καύκαλό του. Νιώθει το ζεστό κορμί της να τόνε τυλίγει σαν κισσός. Μεστό, λυγερό και ντελικάτο. Νιώθει στο πρόσωπο τη γλυκιά ζεστασιά των στέρεων κόρφων, που ζουλιούνται πάνω στο μάγουλό του, κ’ η ευωδιά τους τόνε ζαλίζει. Σα νάχει το πρόσωπό του ολόκληρο χωμένο μέσα σ’ ένα πελώριο τριαντάφυλλο. Ακούει την καρδιά της που χτυπά δυνατά κάτ’ από τη λεπτή μπλουζίτσα, και θαρρεί πως είναι η δική του καρδιά. Τα αίματά τους ορμούν ενάντια, αντιχτυπιούνται, βροντάνε τον ίδιον άγριο ρυθμό, σα να συγκοινώνησαν ξαφνικά οι αρτηρίες τους. Μια αίσθηση τρομερή, βίαια ευτυχισμένη, που φτάνει ως τον πόνο.
  Σαν πάτησε χάμω δεν την άφησε. Ξαμόλησε μόνο το μπαστούνι να κρέμεται στην αγριόριζα κ’ έσφιξε γύρω στο κορμί της και τ’ άλλο του το μπράτσο. Τήνε κράτησε έτσι σαν ένα παιδί, σαν ένα θησαυρό. Την έσφιξε στην αγκαλιά σαν ένα λάφυρο. Έσκυψε στο πρόσωπό της έξαλλος, έσκυψε πολύ κοντά, πάνω από τα χρυσά μάτια της. Και τα βρήκε να τον κοιτάνε από κάτω, όπως κοιτάνε τα μάτια των αρρώστων μες από το βύθος της θέρμης. Η ματιά του μπήκε μέσα της, αρσενική και βάρβαρη. Είταν η αστραψιά της τρέλας του, κυκλοφόρεσε μονομιάς μέσα της. Πήγε κ’ ήρθε ο σπασμός ως τα ακρότατα των νεύρων της. Ένα γλυκό ρίγος τη συντάραξε σύγκορμη, και σφίχτηκε σπασμωδικά πάνω του με όλη της την ύπαρξη.
  Τότες αυτός γύρισε τα μάτια του ένα γύρω, σαν ένα αγρίμι που γυρεύει καταφύγι για να σπαράξει το θύραμά του. Είδε τις πυκνές τούφες της φτέρης, την πήγε βιαστικά εκεί, την απόθεσε προσεχτικά πάνω στο παχύ στρώμα της πρασινάδας, που τσακίστηκε και μύρισε βαριά κατ’ από τα γόνατά του, και την έκαμε δική του μ’ έναν τρόπο βίαιο, σχεδόν εχθρικό.
  Τα μάτια της βασίλεψαν κάτω από τα βαριά ματόκλαδα, τα δάχτυλα ξαμόλησαν λίγο – λίγο το μαντίλι με τα καβούρια.
  Αυτά ξαπολύθηκαν μονομιάς, ξελευτερωμένα, σκορπίστηκαν όλα μαζί μ’ ένα χαρούμενο χαρχάλεμα μέσα στα χόρτα και μέσα στις πέτρες, χυμώντας πίσω κατά το ρέμα τους, με τις κουτσουρεμένες τους δαγκάνες όρθιες…


Στρατής Μυριβήλης
  Στ’ ακρογιάλια του Αιγαίου η άνοιξη βγαίνει από τη θάλασσα. Ένα πρωί ο αγέρας φέγγει πιο γαλάζιος, τα κύματα ξεδιπλώνουν στον άμμο το νέο ρυθμό με κοντές αναπνοές. Το πέλαγο μυρίζει φρεσκάδα, παντού το κεντάνε σύντομες απανωτές αστραψιές. Τότες ανοίγουν πάνω στα τρεμουλιάρικα νερά κύκλοι ασημένιοι, μ’ ένα χρώμα σαν το στήθος του παγονιού. Είναι αμέτρητοι, ο ένας μέσα στον άλλον, ο ένας κυνηγά τον άλλον. Έτσι ως τον ορίζοντα. Από τη μέση, από την καρδιά του ανθού της θάλασσας, βγαίνει η άνοιξη του Αιγαίου. Η Αναδυόμενη. Παντού πεταρίζουν άσπρες, γαλανές φτερούγες. Γιορτάζει ο αγέρας, η στεριά, τα λαφριά σύννεφα κι ο μεταξωτός ουρανός. Τα καράβια μέσα στο λιμάνι ισάρουν όλα τα πανιά να στεγνώσουν, κ’ είναι να κάθεσαι να τα βλέπεις. Στις ρηχοπατιές σειούνται, πιασμένα από τις μαλλιασμένες πέτρες του βυθού, λιγνά, μακριά τσουνιά από νερολούλουδα. Τα φύλλα τους είναι ζωντανά, είναι ξανθιά. Απλώνουν ράθυμα κάτι νήματα από μαλακό μάργαρο, και κρεμάζουν αρμαθιές από μικρούς καρπούς, χρώμα άγουρο κερασί. Παντού είναι το πανηγύρι της νέας νιότης, που ξαναβαφτίστηκε στην αιώνια χαρά του Θεού. Χιλιάδες μικρά χρωματιστά ψάρια συνθέτουν, και πάλι στη στιγμή τσακίζουν τα μωσαϊκά του βυθού. Αμέτρητα σαλιγκάκια, μικρά σα σπόροι του ροδιού, σηκώνουν στο φρέσκον ήλιο το σουβλερό καφκί τους, ψιλοδουλεμένο με πορτοκαλιά πλουμίδια. Έχουν τριανταφυλλιά νυχάκια, βγαίνουν και βοσκίζουν λαίμαργα το χνούδι από τις μουσκλιασμένες γιαλόπετρες. Απλώνεις να τα πιάσεις, και κείνα, μόλις νιώσουν από πάνω τους τον ίσκιο του χεριού, αφήνουν μπόι και βουλιάζουν, αμμοκούκουτσα ανάμεσα στ’ άλλα του βυθού. Τρέχα να τα βρεις.
  Έτσι βγαίνει η Άνοιξη από το Αιγαίο, βγαίνει από τα νερά και προχωρεί.

Στρατής Μυριβήλης
  Στην πόρτα σου άκουσα σιγανά αναφυλλητά. Ήσουνα συ που έκλαιγες ολομόναχη μέσα στο σκοτάδι, έκλαιγες σιωπηλά όλη νύχτα. Μπήκα μέσα και δε μιλήσαμε. Έκλαιγες ήσυχα κ’ εγώ έκαμα πως ξεκουμπώνω το γελιό, πολύ απασχολημένος τάχα μ’ αυτή τη δουλειά. Γιατί μονάχα να σ’ ανερωτούσα τι κλαις, θα μ’ έπνιγε το κλάμα. Αυτό θάτανε κάπως αστείο για έναν επαναστάτη φορτωμένον μ’ όλη την πανοπλία του και με διακόσια φυσίγγια στις μπαλάσκες.
  Έκλαιγε κ’ ένα κοριτσάκι κοντά σου πάνω σε μια κόκκινη πολυθρόνα, σιγά – σιγά κι αυτό. Φορούσε βελουδένια βυσσινιά ρόμπα και τόνα ποδαράκι του ήταν ξακάλτσωτο. Εγώ στο τέλος βάλθηκα να βλέπω τάχα με μεγάλη προσοχή αυτό το γυμνό ποδαράκι. Παρακολούθησες τη ματιά μου και τράβηξες ένα πανεράκι πλεγμένο από φύλλα καλαμποκιάς. Απ’ εκεί έβγαλες άλλο ένα καλτσάκι και πολεμούσες να το περάσεις στο πόδι του παιδιού.
- Μα αυτή η κάλτσα είναι άλλο χρώμα, είπα, και χαμογελούσα ηρωικά.
  Η φωνή μου έτρεμε.
  Εσύ τότες ξαφνικά άφησες το καλτσάκι μισοκρεμασμένο στο πόδι του παιδιού, μ’ αγκάλιασες σφιχτά κι άρχισες να κλαις ασυγκράτητα.
  Εγώ δεν έκλαψα. Μονάχα ένας κόμπος ανέβαινε ως το λαρύγγι μου και τον κατάπινα με πείσμα. Κρέμασα το ντουφέκι στον ώμο κ’ έφυγα σκυφτός. Ήμουνα βαρύς από θλίψη, ξιππασμένος από τη δύναμη της ανδρείας μου.

Νεότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα