Blogger Template by Blogcrowds.

Νίκος Καζαντζάκης
[…]  Την πρώτη μέρα κάθισα ήσυχα και σχεδίασα την Ασκητική μου. Όπως πάντα μου αρέσει, με αριθμούς, με αυστηρή λογική εξάρτηση, με γεωμετρική παραφροσύνη έστρωσα το πρόγραμμά μου. Η βάση μου ήταν απλότατη: «Να κάνω ό,τι δε μου αρέσει». Μοίραζα τον εαυτό μου σε δυο στρατόπεδα: το απάνου και το κάτου, το φωτεινό και το σκοτεινό, την ψυχή και το σώμα, και κήρυχνα φανερό πια μεταξύ τους τον πόλεμο.
  Έλεγα: Θα ταπεινώσω και θα στενέψω, όσο μπορέσω, τις πεθυμιές της σάρκας: Θέλει να κοιμηθεί; Θ’ αγρυπνήσω. Θέλει να φάει; Θα νηστέψω. Θέλει να καθίσει; Θα σηκώνομαι και θ’ ανεβαίνω στο βουνό. Κρυώνει; Θα γυμνώνομαι και θα περπατώ στις πλάκες.
  Την άσκηση πρέπει να την πάρω ως μέθοδο πειθαρχίας, υποταγής του κατώτερου στον ανώτερο, τροχό που με την περιστροφή του συναρπάζει τη λάσπη και της δίνει το πρόσωπο που θέλει.
  Κι αγάλια θ’ ανεβαίνω σε σκληρότερους άθλους: Άμα νικήσω τη σάρκα, θα στραφώ στην ψυχή και θα τη μοιράσω κι αυτή σε δύο στρατόπεδα: κατώτερο κι ανώτερο, ανθρώπινο και θεϊκό. Θα πολεμήσω τις μικρές πνεματικές ηδονές, το διάβασμα και την ανάμνηση, την ευχαρίστηση για τη νίκη, τη δικαιοσύνη, τη φιλία και την τρυφερότητα, τη χαρά και τη θλίψη.
  Και πάλι, σαν και δεύτερη φορά νικήσω, θα κηρύχνω μέσα μου νέο μελισμό: Κάτου η ελπίδα, ο στερνός εχτρός, και πάνου, ψηλά, η φλόγα του Θεού που θα με τρώει, χωρίς καπνούς και σάλεμα, μέσα σε βαθύ σκοτάδι και σιγή.
  Όχι! όχι! Ποτέ δε θα πω το μαρτύριο και την ηδονή στο βαθύ τούτο λάκκο της σκήτης. Όχι γιατί δε θέλω ή δεν τολμώ, μα γιατί ανείπωτο είναι το μαρτύριο και δεν υπάρχουν λόγια ανθρώπου να χωρέσουν την ηδονή του.
  Σε τρεις μήνες δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου από τη νηστεία και την κακοπέραση, τα μάτια μου είχαν αγριέψει από την αϋπνία, τ’ αυτιά μου βούιζαν, τα μπράτσα μου και τα πόδια είχαν γίνει σαν της ακρίδας. Μα στις πλάτες μου ένιωθα κ’ εγώ κάποτε, το βράδυ, σαν έπεφτεν ο ήλιος δυο μεγάλες φλόγες σα φτερά.
  Και καταχτυπούσε μέσα μου η ψυχή και δυνατά, στη μοναξιά της, μπροστά στο κατώφλι ξεφωνούσε:
  Από το χαμηλό κατώι που μ’ έχουν καταχωνιάσει σαν τον αναμμένο δαυλό που τον τρίβουν στο χώμα, μ’ αυτός δε θέλει να σβήσει, ολόρθη αναπηδώ κι αρπάζομαι απ’ το στενό φεγγίτη και με τα φρένα λαγαρισμένα απ’ την ιερής αγρύπνια, στηλά τη γης αλάκερη αγναντεύω.
  Μήτε η μοναξιά με το τραχύ φιλικό της χέρι απάνου στον ώμο του, καθώς σεργιανίζομε μαζί το αχάραχτο ρουμάνι, μήτε η τρίσβαθη σιωπή που θρέφει το νου μου, μήτε η ελπίδα που μέστωσε πια και δαγκώνει με θυμό του βυζιού τη ρώγα και στέρεη τώρα ζητάει θροφή να ξεπεινάσει, μπορούν να πνίξουν μέσα μου την αδάμαστη κραυγή.
  Δούλεψα στην έγνοια και στην απαντοχή το κορμί μου, τα στήθη μου βούλιαξαν και τα πόδια μου πλατύναν και σκληρύναν πατώντας τις πέτρες, κ’ έγινα σαν το σπαθί που κόβει σε δυο τη νύχτα.
  Με βάλαν μερονυχτίς ν’ αλέθω, και κατεβαίνουνε στη φυλακή μου ετούτη τα γέλοια τους και τα παιχνίδια.
  Μα εγώ ρίχνω το κεφάλι ανάμεσα στα ξερά μου γόνατα, γρούζοντας σα σκύλα δεμένη κι αλέθω το χαμό τους. Είμαι βασιλοπούλα και δεν ξεπέφτω. Ίσια! το μάτι ανοιχτό, πλάκα ατσαλένια η καρδιά και γράφε. Τι βλέπεις;
  Βλέπω τις ντροπές, βλέπω τις πολιτείες, βλέπω τη ζωή να στήνει το παρδαλό τσαντίρι της στα τρίστρατα. Δε διαλέγεις! Κι ο αετός σε βατεύει κι ο σάλιαγκας! Κατάντησες σταυροδρόμι και σε πηδούν οι τέσσερεις ανέμοι και γιόμισες τη γης μούλους και μούλες!
  Καιρός το πολύβουο πανηγύρι να διαλύσει και το φραγγέλιο να χελιδονίσει στον αέρα κ’ η ψυχή μου, η τεράστια σπίθα, να τιναχτεί στα μουράγια σου, Βαβυλώνα, να χυμήσει στους δρόμους, να κάψει τους ξύλινους θεούς, να λειώσει τα χρυσά μουσκάρια και να τυλίξει τα νεφρά σου και συ να μουκανιέσαι ζητώντας έλεος.
  Μα η ψυχή δε σταματάει, κορώνει, γιατί συδαυλίζει ορμώντας πίσου της, σαν ανεμορούφουλας, η πνοή του Θεού.
  Αχ! αχ! Τη στάχτη σουυ, τη ζεστή, τη νιώθω να χωράει στη μικρή μου ετούτη φούχτα![…]

ΑΣΚΗΤΙΚΗ | ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ (Η Σιγή)

 Η ΣΙΓΗ
 
Νίκος Καζαντζάκης
  Μια Φλόγα είναι η ψυχή του ανθρώπου· ένα πύρινο πουλί, πηδάει από κλαρί σε κλαρί, από κεφάλι σε κεφάλι, και φωνάζει: «Δεν μπορώ να σταθώ, δεν μπορώ να καώ, κανένας δεν μπορεί να με σβήσει!»
  Δέντρο φωτιά γίνεται ολομεμιάς το Σύμπαντο. Ανάμεσα από τους καπνούς κι από τις φλόγες, αναπαμένος στην κορυφή της πυρκαγιάς, κρατώ αμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τον καρπό της φωτιάς, το Φως.
  Από την αψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω την κόκκινη γραμμή που ανηφορίζει – τρεμάμενο αιματερό φωσφόρισμα, που σούρνεται σαν έντομο ερωτεμένο μέσα από τους αποβροχάρικους γύρους του μυαλού μου.
  Εγώ, ράτσα, άνθρωποι, γης, θεωρία και πράξη, Θεός, φαντάσματα από χώμα και μυαλό, καλά για τις απλοϊκές καρδιές που φοβούνται, καλά για τις ανεμογγάστρωτες ψυχές που θαρρούν πως γεννούνε.
  Από πού ερχόμαστε; Πού πηγαίνουμε; Τι νόημα έχει τούτη η ζωή; φωνάζουν οι καρδιές, ρωτούν οι κεφαλές, χτυπώντας το χάος.
  Και μια φωτιά μέσα μου κίνησε ν’ απαντήσει. Θα ‘ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ‘ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία.
  Μια γλώσσα πύρινη είναι η ψυχή κι αγλείφει και μάχεται να πυρπολήσει τον κατασκότεινο όγκο του κόσμου. Μια μέρα όλο το Σύμπαντο θα γίνει πυρκαγιά.
  Η φωτιά είναι η πρώτη κι η στερνή προσωπίδα του Θεού μου. Ανάμεσα σε δυο μεγάλες πυρές χορεύουμε και κλαίμε.
  Λαμποκοπούν, αντηλαρίζουν οι στοχασμοί και τα κορμιά μας. Γαλήνιος στέκουμαι ανάμεσα στις δυο πυρές κι είναι τα φρένα μου ακίνητα μέσα στον ίλιγγο και λέω:
  Πολύ μικρός είναι ο καιρός, πολύ στερνός είναι ο τόπος ανάμεσα στις δυο πυρές, πολύ οκνός είναι ο ρυθμός ετούτος της ζωής – δεν έχω καιρό, δεν έχω τόπο να χορέψω! Βιάζουμαι!
  Κι ολομεμιάς ο ρυθμός της γης γίνεται ίλιγγος, ο χρόνος εξαφανίζεται, η στιγμή στροβιλίζεται, γίνεται αιωνιότητα, το κάθε σημείο – θες έντομο, θες άστρο, θες ιδέα – γίνεται χορός.
  Ήταν φυλακή, κι η φυλακή συντρίβεται κι οι φοβερές δυνάμες μέσα λευτερώνουνται και το σημείο δεν υπάρχει πια!
  Ο ανώτατος αυτός βαθμός της άσκησης λέγεται: Σιγή. Όχι γιατί το περιεχόμενο είναι η ακρότατη άφραστη απελπισία γιά η ακρότατη άφραστη χαρά κι ελπίδα. Μήτε γιατί είναι η ακρότατη γνώση, που δεν καταδέχεται να μιλήσει, γιά η ακρότατη άγνοια, που δεν μπορεί.
  Σιγή θα πεί: Καθένας, αφού τελέψει τη θητεία του σε όλους τους άθλους, φτάνει πια στην ανώτατη κορφή της προσπάθειας – πέρα από κάθε άθλο, δεν αγωνίζεται, δε φωνάζει· ωριμάζει αλάκερος σιωπηλά, ακατάλυτα, αιώνια με το Σύμπαντο.
  Αρμοδέθηκε πια, σοφίλιασε με την Άβυσσο, όπως ο σπόρος του αντρός με το σπλάχνο της γυναίκας.
  Είναι πια η Άβυσσο η γυναίκα του και τη δουλεύει, ανοίγει, τρώει τα σωθικά της, μετουσιώνει το αίμα της, γελάει, κλαίει, ανεβαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δεν την αφήνει!
  Πώς μπορείς να φτάσεις στο σπλάχνο της Άβυσσος και να την καρπίσεις; Αυτό δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να στριμωχτεί σε λόγια, να υποταχτεί σε νόμους· καθένας έχει και τη λύτρωση τη δική του, απόλυτα ελεύτερος.
  Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν’ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν’ ανοιχτεί δεν υπάρχει.
  Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του.
  Μέσα στη βαθιά Σιγή, όρθιος, άφοβος, πονώντας και παίζοντας, ανεβαίνοντας ακατάπαυτα από κορυφή σε κορυφή, ξέροντας πως το ύψος δεν έχει τελειωμό, τραγούδα, κρεμάμενος στην άβυσσο, το μαγικό τούτο περήφανο ξόρκι:

  ΠΙΣΤΕΥΩ Σ’ ΕΝΑ ΘΕΟ, ΑΚΡΙΤΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ ΣΤ’ ΑΚΡΟΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟΡΑΤΕΣ.
  ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ’ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΗΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο ΘΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ.
  ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ – ΤΗ ΖΩΟΔΟΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ.
  ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.
  «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟΗΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ.
  ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΟΙ ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ.
  ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ».
  ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ».
  ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ:

ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ!

Νεότερες αναρτήσεις Παλαιότερες αναρτήσεις Αρχική σελίδα