Blogger Template by Blogcrowds.

Γεώργιος Βιζυηνός
[…]  Η μήτηρ μου το ηννόησε και ήρχισε, και εν αυτή τη εκκλησία, να δεικνύη θλιβεράν αδιαφορίαν προς παν ό,τι δεν ήτο αυτή η ασθενής. Δεν ήνοιγε τα χείλη της προς ουδένα πλέον, ειμή προς την Αννιώ και προς τους αγίους, οσάκις επροσηύχετο.
  Μίαν ημέραν την επλησίασα απαρατήρητος, ενώ έκλαιε γονυπετής προ της εικόνος του Σωτήρος.
  - Πάρε μου όποιο θέλεις, έλεγε, και άφησέ μου το κορίτσι. Το βλέπω πως είναι για να γένη. Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί, για να με τιμωρήσης. Ευχαριστώ σε, Κύριε!
  Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, καθ’ ην τα δάκρυά της ηκούοντο στάζοντα επί των πλακών, ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας, εδίστασεν ολίγον και έπειτα επρόσθεσεν:
  - Σου έφερα δυο παιδιά μου στα πόδια σου… χάρισέ μου το κορίτσι!
  Όταν ήκουσα τας λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τα νεύρα μου και ήρχισαν τα αυτιά μου να βουΐζουν. Δεν ηδυνήθην ν’ ακούσω περιπλέον. Καθ’ ην δε στιγμήν είδον ότι η μήτηρ μου, καταβληθείσα υπό φοβεράς αγωνίας, έπιπτεν αδρανής επί των μαρμάρων, εγώ, αντί να δράμω προς βοήθειάν της, επωφελήθην της ευκαιρίας να φύγω εκ της εκκλησίας, τρέχων ως έξαλλος και εκβάλλων κραυγάς, ως εάν ηπείλει να με συλλάβη ορατός αυτός ο Θάνατος.
  Οι οδόντες μου συνεκρούοντο υπό του τρόμου και εγώ έτρεχον και ακόμη έτρεχον. Και χωρίς να το εννοήσω, ευρέθην έξαφνα μακράν πολύ μακράν της εκκλησίας. Τότε εστάθην να πάρω την αναπνοήν μου και ετόλμησα να γυρίσω να ιδώ οπίσω μου. Κανείς δεν μ’ εκυνήγει.
  Ήρχισα λοιπόν να συνέρχωμαι ολίγον κατ’ ολίγον και ήρχισα να συλλογίζωμαι. Ανεκάλεσα εις την μνήμην μου όλας προς τας προς την μητέρα τρυφερότητας και θωπείας μου. Προσεπάθησα να ενθυμηθώ μήπως της έπταισα ποτέ, μήπως την αδίκησα, αλλά δεν ηδυνήθην. Απεναντίας εύρισκον ότι, αφ’ ότου εγεννήθη αυτή η αδελφή μας, εγώ, όχι μόνον δεν ηγαπήθην, όπως θα το επεθύμουν, αλλά, τουτ’ αυτό, παρηγκωνιζόμην ολονέν περισσότερον. Ενθυμήθην τότε και μοι εφάνη ότι ενόησα διατί ο πατήρ μου εσυνήθιζε να με ονομάζη το αδικημένο του. Και με επήρε το παράπονον και ήρχισα να κλαίω.
  - Ώ! είπον, η μητέρα μου δεν με αγαπά, και δεν με θέλει! Ποτέ, ποτέ πλέον δεν πηγαίνω εις την εκκλησίαν!
  Και διηυθύνθην προς την οικίαν μας περίλυπος και απηλπισμένος.
  Η μήτηρ μου δεν ήργησε να με ακολουθήση μετά της ασθενούς. Επειδή ο ιερεύς, όστις, ταραχθείς υπό των κραυγών μου, εμβήκεν εις την εκκλησίαν, όταν είδε την ασθενή, συνεβούλευσε την μητέρα μου να την μετακομίση.
  - Ο Θεός είναι μεγάλος, θυγατέρα, τη είπε, και η χάρις του φθάνει εις όλην την οικουμένην. Αν είναι για να γιάνη το παιδί σου, θα το γιάνη και στο σπίτι σου.
  Δυστυχής η μήτηρ, ήτις τον ήκουσε! Διότι αυτοί είναι οι τυπικοί λόγοι, με τους οποίους οι ιερείς αποπέμπουσι συνήθως τους ετοιμοθανάτους, δια να μη εκπνεύσουν εν τη εκκλησία και βεβηλωθή η ιερότης του τόπου.
  Όταν επανείδον την μητέρα μου, ήτο υπέρ ποτέ θλιβερά! Αλλά προς εμέ ιδίως εφέρθη με πολλή γλυκύτητα και προσήνειαν. Με έλαβεν εις την αγκάλην της, μ’ εθώπευσε και μ’ εφίλησε τρυφερά και επανειλημμένως. Ενόμισες ότι προσεπάθει να μ’ εξιλεώση.
  Εν τούτοις εγώ την νύκτα εκείνην ούτε να φάγω ειμπόρεσα ούτε να κοιμηθώ. Εκοιτόμην εις το στρώμα με καμμυομένους οφθαλμούς, αλλ’ έτεινον τα ώτα προσεκτικά προς πάσαν κίνησιν της μητρός μου, η οποία, όπως πάντοτε, ηγρύπνει παρά το προσκέφαλαιον της ασθενούς.
  Θα ήτον ίσως μεσάνυκτα, όταν ήρχισε να πηγαινοέρχεται εις το δωμάτιον. Ενόμιζον ότι έστρωνε να κοιμηθή· αλλ’ ηπατώμην. Διότι μετ’ ολίγον εκάθησε και ήρχισε να μοιρολογή χαμηλοφώνως.
  Ήτο το μοιρολόγι του πατρός μας. Πριν ασθενήση η Αννιώ, το έψαλλε πολύ συχνά, αλλ’ αφ’ ότου ησθένησε, το ήκουον δια πρώτην φοράν.
  Το μοιρολόγιον τούτο εσύνθεσεν επί τω θανάτω του πατρός μου, κατά παραγγελίαν αυτής, ηλιοκαής ρακένδυτος Γύφτος, γνωστός εις τα περίχωρά μας δια την δεξιότητα εις το στιχουργείν αυτοσχεδίως.
  Μοι φαίνεται ότι βλέπω ακόμη την μαύρην και λιγδεράν κόμην, τους μικρούς και φλογερούς οφθαλμούς και τα’ ανοιχτά και τριχωμένα στήθη του.
  Εκάθητο ένδοθεν της αυλείου ημών θύρας, περιστοιχισμένος υπό των χαλκών αγγείων, όσα εσύναζε δια να γανώση. Και, με την κεφαλήν κεκλιμένην επί του ώμου, συνώδευε τον πένθιμον αυτού σκοπόν με τους κλαυθμηρούς ήχους της τριχόρδου του λύρας.
  Προ αυτού η μήτηρ μου ορθία εβάσταζε την Αννιώ εις την αγκάλην της και ήκουε προσεκτική και δακρύουσα.
  Εγώ την εκράτουν σφιγκτά από του φορέματος και έκρυπτον το πρόσωπόν μου εις τας πτυχάς αυτού, διότι, όσον γλυκείς ήσαν οι ήχοι εκείνοι, τόσον φοβερά μοι εφαίνετο η μορφή του αγρίου των ψάλτου.
  Όταν η μήτηρ μου έμαθε το θλιβερόν αυτής μάθημα, έλυσεν από το άκρον της καλύπτρας της και έδωκεν εις τον Αθίγγανον δύο ρουμπιέδιες. (Τότε είχομεν ακόμη αρκετούς). Έπειτα παρέθηκεν εις αυτόν άρτον και οίνον και ό,τι προσφάγιον ευρέθη πρόχειρον. Ενώ δε εκείνος έτρωγε κάτω, η μήτηρ μου εις το ανώγι επανελάμβανε το ελεγείον κατ’ ιδίαν, δια να το στερεώση εις την μνήμην της. Και φαίνεται ότι το εύρε πολύ ωραίον. Διότι καθ’ ην στιγμήν ο Κατσίβελος ανεχώρει, έδραμε κατόπιν του και τω εχάρισεν εν από τα σαλιβάρια του πατρός μου.
  - Θεός σχωρέσει τον άντρα σου, νύφη! εφώνησεν έκθαμβος ο ραψωδός και, φορτωθείς τα χάλκινά του σκεύη, εξήλθε της αυλής μας.
  Αυτό λοιπόν το ελεγείον εμοιρολόγει κατ’ εκείνην την νύκτα η μήτηρ μου.
  Εγώ ήκουον και άφηνα τα δάκρυά μου να ρέωσι σιγαλά, αλλά δεν ετόλμων να κινηθώ. Αίφνης, ησθάνθην ευωδίαν θυμιάματος!
  - Ω! είπον, απέθανε το καϋμένο το Αννιώ μας!
  Και ετινάχθην από το στρώμα μου.
  Τότε ευρέθην ενώπιον παραδόξου σκηνής.
  Η ασθενής ανέπνεε βαρέως, όπως πάντοτε. Πλησίον αυτής ήτο τοποθετημένη ανδρική ενδυμασία, καθ’ ην τάξιν φορείται. Δεξιόθεν σκαμνίον σκεπασμένον με μαύρον ύφασμα, επί του οποίου υπήρχε σκεύος πλήρες ύδατος, και εκατέρωθεν δύο λαμπάδες αναμέναι. Η μήτηρ μου γονυπετής, εθυμίαζε τ’ αντικείμενα ταύτα, προσέχουσα επί της επιφανείας του ύδατος.
  Φαίνεται ότι εκιτρίνισα από τον φόβον μου. Διότι, ως με είδεν, έσπευσε να με καθησυχάση:
  - Μη φοβείσαι, παιδάκι μου, με είπε μυστηριωδώς· είναι τα φορέματα του πατρός σου. Έλα, παρακάλεσέ τον και συ να έλθη να γιατρέψη το Αννιώ μας.
  Και με έβαλε να γονατίσω πλησίον της.
  - Έλα πατέρα… να με πάρεις εμένα… για να γιάνη το Αννιώ!... ανεφώνησα εγώ διακοπτόμενος υπό των λυγμών μου.
  Και έρριψα επί της μητρός μου παραπονετικόν βλέμμα, δια να τη δείξω πως γνωρίζω ότι παρακαλεί ν’ αποθάνω εγώ αντί της αδελφής μου. Δεν ησθανόμην ο ανόητος ότι τοιουτοτρόπως εκορύφωνα την απελπισίαν της! Πιστεύω να μ’ εσυγχώρησεν. Ήμην πολύ μικρός τότε και δεν ηδυνάμην και εννοήσω την καρδίαν της.
  Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, εθυμίασεν εκ νέου τα προ ημών αντικείμενα και επέστησεν όλην αυτής την προσοχήν επί του ύδατος, το οποίον ευρίσκετο εις το επί του σκαμνίου ευρύχωρον σκεύος.
  Αίφνης, μικρά χρυσαλίς, πετάξασα κυκλικώς επ’ αυτού, ήγγισε με τα πτερά της και ετάραξεν ελαφρώς την επιφάνειάν του.
  Η μήτηρ μου έκυψεν ευλαβώς και έκαμε τον σταυρόν της, όπως όταν διαβαίνουν τα Άξια εν τη εκκλησία.
  - Κάμε το σταυρό σου, παιδί μου! εψιθύρισε, βαθέως συγκεκινημένη και μη τολμώσα να υψώση τα όμματα.
  Εγώ υπήκουσα μηχανικώς.
  Όταν η μικρά εκείνη χρυσαλίς εχάθη εις το βάθος του δωματίου, η μήτηρ μου ανέπνευσεν, εσηκώθη ιλαρά και ευχαριστημένη και «Επέρασεν η ψυχή του πατέρα σου!» είπε, παρακολουθούσα εισέτι την πτήσιν του χρυσαλιδίου με βλέμματα στοργής και λατρείας. Έπειτα έπιεν από του ύδατος και έδωκε και εις εμέ να πίω.
  Τότε μου ήλθεν εις τον νουν ότι και άλλοτε μας επότιζεν από του αυτού σκεύους, ευθύς ως εξυπνούμεν. Και ενθυμήθην ότι οσάκις έκαμνε τούτο η μήτηρ μας, ήτο καθ’ όλην εκείνην την ημέραν ζωηρά και περιχαρής, ως εάν είχεν απολαύσει μεγάλην τινά, πλην μυστικήν, ευδαιμονίαν.
  Αφού μ’ επότισεν εμέ, επλησίασεν εις το στρώμα της Αννιώς με το σκεύος ανά χείρας.
  Η ασθενής δεν εκοιμάτο, αλλά δεν ήτο και όλως διόλου έξυπνος. Τα βλέφαρά της ήσαν ημίκλειστα· οι δε οφθαλμοί της, εφ’ όσον διεφαίνοντο, εξέπεμπτον παράδοξόν τινα λάμψιν δια μέσου των πυκνών και μελανών αυτών βλεφαρίδων.
  Η μήτηρ μου ανεσήκωσε το ισχνόν του κορασίου σώμα μετά προσοχής και ενώ δια της μιας χειρός υπεστήριζε τα νώτα του, δια της άλλης προσέφερε το σκεύος εις τα μαραμένα του χείλη.
  - Έλα, αγάπη μου, της είπε. Πιε απ’ αυτό το νερό, να γιάνης.
  Η ασθενής δεν ήνοιξε τους οφθαλμούς, αλλά φαίνεται ότι ήκουσε την φωνήν και εννόησε τας λέξεις. Γλυκύ και συμπαθητικόν μειδίαμα διέστειλε τα χείλη της. Έπειτα ερρόφησεν ολίγας σταγόνας από του ύδατος εκείνου, το οποίον έμελλε τω όντι να την ιατρεύση. Διότι, μόλις το εκατάπιε και ήνοιξε τους οφθαλμούς διάφυγε τα χείλη της και επανέπεσε βαρεία επί της ωλένης της μητρός μου.
  Το καϋμένο μας το Αννιώ!... Εγλύτωσεν από τα βάσανά του![…]

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα