Blogger Template by Blogcrowds.

ΕΝΑΣ ΧΑΜΕΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ | Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ (Απόσπασμα)

Μ. Καραγάτσης
[…]  Ο Άτλας κούνησε τους μοχλούς και το όχημα σηκώθηκε απ’ το βυθό κι άρχισε να πλέει με μεγάλη ταχύτητα μέσα στη θάλασσα. Ύστερα από μία ώρα περίπου, οι επιβάτες είδαν να προβάλλει στο βάθος μια θαυμάσια και παράξενη πολιτεία, με οικοδομήματα πανύψηλα, ωραιότατα σε ρυθμό, που δεν είχαν όμως παράθυρα. Κι αυτές οι οικοδομές έλαμπαν ολόκληρες από πολύχρωμα, φωσφορικά αντιφεγγίσματα, πολύ καλαίσθητα κανονισμένα, που έδιναν μια φαντασμαγορική όψη σ’ όλη την πολιτεία.
  Το θέαμα ήταν τόσο φαντασμαγορικό, που οι φίλοι μας έμειναν κατάπληκτοι.
  «Να η Ατλαντίς, κύριοι!» τους είπε ο πρώτος συνοδός τους. «Τώρα, προσοχή! Θα περάσουμε την Πύλη του Θόλου του Θανάτου».
  Η Πύλη ήταν μια αψίδα από φωσφορικό γρανίτη, γεμάτη θαυμάσια ανάγλυφα. Στην κορυφή της έλαμπε ένα κόκκινο φως. Αυτό σήμαινε πως η Πύλη ήταν κλειστή. Το όχημα σταμάτησε μπροστά στην αψίδα. Ο οδηγός κορνάρισε συνθηματικά.
  «Οου! Για κοιτάζετε, πεταμένος ο ψάριος!» είπε ο Ρέτζι.
  Πραγματικά, δεξιά κι αριστερά από την πύλη ο βυθός ήταν γεμάτος από όγκους ψόφιων ψαριών.
  «Είναι τα ψάρια που προσπαθούν να περάσουν το Θόλο του Θανάτου», είπε ο Άτλας. «Κάθε μέρα βγαίνει συνεργείο και μαζεύει τα πιο φρέσκα κι εκλεκτά, που αποτελούν την κύρια τροφή μας. Τρώμε όμως και φύκια, που τα μαγειρεύουμε πολύ νόστιμα. Όταν τα δοκιμάσετε, είμαι βέβαιος πως θα συμφωνήσετε κι εσείς».
  «Μπίφστεκ δεν έτρωγες ποτέ;» ρώτησε ο Ρέτζι.
  «Μην είσαστε βιαστικός», του αποκρίθηκε ο Άτλας χαμογελώντας.
  Εκείνη τη στιγμή το κόκκινο φως της αψίδας μετάλλαζε σε πράσινο, σημείο πως η Πύλη των ακτίνων του Θανάτου άνοιξε. Και το όχημα μπήκε στα σύνορα της Ατλαντίδας. Η πόλη ήταν ακόμη μακριά. Μα ο βυθός φαινόταν σαν καλλιεργημένος και πολύ καλαίσθητα ρυθμισμένος σε είδος πάρκο με βλάστηση από φύκια, που πολλά απ’ αυτά είχαν και λουλούδια.
  Κι έξαφνα, οι Έλληνες είδαν μέσα στα υποβρύχια αυτά λιβάδια να βόσκουν αγελάδες, πρόβατα, κατσίκες!
  «Γιατί ξαφνιαζόμαστε;» τους είπε ο συνοδός τους γελώντας. «Όπως εμείς οι άνθρωποι εξοικειωθήκαμε με τη βοήθεια της επιστήμης στην υποβρύχια ζωή, έτσι εξοικειώσαμε και τα κατοικίδια ζώα της επιφάνειας. Επομένως έχουμε και το μπιφτέκι μας και το βούτυρό μας και το γάλα μας».
  «Γουόντερφουλ!» θαύμασε ο Ρέτζι. «Αλλά φτιάνουμε ένα κρασί από κάτι φύκια που ξεπερνάει το ουίσκι σας! Μπορείτε να δοκιμάσετε».
  Έβγαλε από την τσέπη του ένα μπουκαλάκι. Όλοι δοκίμασαν από το θεσπέσιο αυτό ποτό. Κι έμειναν κατάπληκτοι. Τελευταίος ήπιε ο Ρέτζι.
  «Ταυμάσιος ντρινκ!» είπε. «Πολύ πολύ ανώτερος από ουίσκι! Μολονότι ανώτερος, ντεν είναι σαν το σκοτς ουίσκι! Αλλά τι να κάνουμε; Θα πίνουμε, αφού σκοτς ουίσκι ντεν υπάρχει εντώ…»
  Μα δεν άκουγε κανείς τον πεισματάρη κι εγωιστή Εγγλέζο. Γιατί εκείνη τη στιγμή έμπαιναν στην Ατλαντίδα, τη μυθική πολιτεία!
  «Τα σπίτια μας δεν έχουν παράθυρα», είπε ο Άτλας, «επειδή δεν υπάρχει λόγος να τα φωτίζουμε και να τ’ αερίζουμε. Εμείς δεν χτίζουμε σπίτια για να προφυλαγόμαστε από τον καιρό, επειδή …καιρός δεν υπάρχει εδώ. Ούτε βρέχει, βέβαια, ούτε χιονίζει, ούτε φυσάει. Η θερμοκρασία του νερού είναι τεχνητά ρυθμισμένη πάντοτε στους 22 βαθμούς.
  «Τα σπίτια μας», συνέχισε ο Άτλας, «τα χτίζουμε μόνο και μόνο για ν’ απομονωνόμαστε από τους άλλους ανθρώπους. Αλλιώς, θα μπορούσαμε να ζήσουμε εξαίσια στο ύπαιθρο».
  «Ύπαιτρος λέτε σεις το νερός;» ρώτησε ο Ρέτζι κοροϊδευτικά.
  Μα ο Άτλας δεν αποκρίθηκε. Το όχημα είχε σταματήσει μπροστά σε ένα υπέρλαμπρο παλάτι.
  «Θα γνωρίσετε τον Άρχοντα της Σοφίας», είπε ο Άτλας.
  Ο Άρχων της Σοφίας δέχτηκε τους επτά ξένους στην επίσημη αίθουσα των ανακτόρων. Ήταν πολύ γέρος και, αντίθετα από τους κατοίκους της Ατλαντίδας, ντυμένος με έναν απλό μαύρο χιτώνα.
  «Καλώς ήρθατε στην Ατλαντίδα», τους είπε. «Σας υπόσχομαι την πιο άνετη κι ευχάριστη διαμονή. Θα φροντίσουμε, με τα επιστημονικά μέσα που διαθέτουμε, να σας εγκλιματίσουμε στην καινούργια σας πατρίδα».
  «Την καινούργια μας πατρίδα; Τι εννοείτε; είπε ο Ρεΐτζης.
  «Εννοώ πως δεν πρέπει να επιστρέψετε στην επιφάνεια του πλανήτη μας».
  «Απαιτούμε να μας εξηγήσετε!» είπε ο Κωστόπουλος.
  «Απλούστατα: Εάν γυρίσετε στην επιφάνεια, θ’ αποκαλύψετε την ύπαρξη της υποβρύχιας Ατλαντίδας. Και με την πολεμόχαρη ανησυχία που σας χαρακτηρίζει, θα εκστρατεύσετε να μας κατακτήσετε».
  «Αυτό είναι αδύνατος», είπε ο Κωστόπουλος. «Δεν έχουμε τ’ αναγκαία τεχνικά μέσα…»
  «Δεν τα έχετε σήμερα», αποκρίθηκε ο Άρχων της Σοφίας. «Αλλά αύριο ίσως τα έχετε. Εμείς, βέβαια, πάντοτε θα σας ξεπερνούμε στην επιστημονική εξέλιξη και θ’ αποκρούσουμε στην επιδρομή σας. Ποιος όμως ο λόγος να φτάσουμε εκεί; Ζούμε πολύ ευτυχισμένοι κι ούτε έχουμε όρεξη για περιπέτειες. Επομένως δεν πρόκειται να επιστρέψετε στην επιφάνεια. Αλλά είμαι βέβαιος πως σε λίγο καιρό ούτε καν θα σκεφτόσαστε την παλιά σας ζωή. Την Ατλαντίδα θα την αγαπήσετε σαν πατρίδα σας».
  Έτσι μίλησε ο Άρχων της Σοφίας στους επτά ξένους, χαμογελώντας πολύ καλόκαρδα. Έξαφνα όμως το πρόσωπό του συννέφιασε.
  «Έχω να σας κάνω μια προειδοποίηση», είπε. «Θα είσαστε απολύτως ελεύθεροι να χαρείτε τη θαυμάσια ζωή μας. Αν όμως επιχειρήσετε να δραπετεύσετε, θα τιμωρηθείτε σκληρά. Και εξάλλου, κάθε απόπειρα θα είναι μάταιη. Έχουμε όλα τα μέσα να την προλάβουμε και να την εμποδίσουμε. Και τώρα, μπορείτε να πηγαίνετε…»
  Οι επτά σύντροφοι βγήκαν πολύ στενοχωρημένοι από το ανάκτορο του Άρχοντα της Σοφίας. Η σκέψη πως δεν θα γυρίσουν πια ποτέ στην επιφάνεια τους ήταν αβάσταχτη. Είχαν πρόσωπα αγαπητά, που δεν μπορούσαν να πάρουν την απόφαση πως δεν θα τα ξαναδούν.[…]

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα