Blogger Template by Blogcrowds.


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
  Παρήλθον αι εορταί του Πάσχα. Την εβδομάδα του Θωμά, η γραία Χαδούλα, βοηθουμένη από την μικράν κόρην της, την Κρινιώ, έπλυνεν εντός της ευρείας αυλής του κυρ Αλέξανδρου του Ροσμαή, γέροντος προκρίτου, όστις ήτο σύντεκνός της, και της είχε βαπτίσει σχεδόν όλα τα τέκνα. Εις το υπόστεγον μέρος της αυλής το καλούμενον Λαδαρειό, δίπλα εις την πελωρίαν ξυλίνην καρούταν, ομοιάζουσαν πολύ με την Κιβωτόν του Νώε, όπως την ζωγραφίζουν, πλησίον εις το φρέαρ, και όπου η αναθάλλουσα τεραστία μορέα εξέτεινε τους μεγάλους καταπρασίνους κλώνους της, ως χιαστήν ευλογίαν διδομένην σταυροειδώς εις αξίους και αναξίους, ο μικρός κήπος φραγμένος με δρύφρακτα εξεδίπλωνε πολύχρωμα μεθυστικά άνθη εις δρόσον γλυκασμού και τρυφήν ομμάτων δι’ όλα του Θεού τα πλάσματα· δίπλα εις την μικράν κάμινον με την κτιστήν στέρναν των στεμφύλων, είχεν η Φραγκογιαννού την μεγάλην, βαθείαν σκάφην της, παραπλεύρως ταύτης άλλην σκάφην η Κρινιώ, και ακούραστοι αι δύο από δύο ημερών έπλυνον, εμπουγάδιαζαν, εξέβγαιναν, άπλωναν, εστέγνωναν, εμάζευαν, και ακόμα δεν είχον τελειώσει την καλήν των εργασίαν.
  Την δευτέραν ημέραν η Φραγκογιαννού είχεν ενοχληθή μεγάλως από τα τρεξίματα, τους θορύβους και τα καμώματα ενός σμήνους μικρών παιδίων και κορασίων, τα οποία εισήλαυνον εντός της αυλής κ’ εθορύβουν. Σχεδόν όλα τα παιδιά της γειτονιάς, δέκα ή δεκαπέντε τον αριθμόν, εισέβαλλον εις την αυλήν, έτρεχαν εδώ-εκεί, εχοροπηδούσαν, εκυνηγούντο γύρω-γύρω εις την καρουτάν, έπαιζον το κρυφτάκι, έσκυπταν εις το φρέαρ. Νάρκισοι δια να ιδούν την σκιάν των εις το είδωρ, με κίνδυνον να πέσουν μέσα, εξέβαλλον μεγάλας, ανάρθρους φωνάς, ως Ήχοι, θυγάτρια κρυπτόμενα όπισθεν της καρούτας, εις τα σκοτεινά στενώματα, όπου τα έθελγεν ο παιγνιώδης φόβος – και όλα ταύτα με μεγάλην παιδικήν αδιακρισίαν και φορτικότητα μη αφίνοντα την φίλεργον γραίαν και την κόρην της να κάμουν ήσυχαι την εργασίαν των.
  Δύο πύλας είχεν η ευραία αυλή, την μεγάλην και την μικράν. Και τας δύο τας είχε κλείσει επανειλημμένως η Γιαννού με τον μοχλόν, ήμε τον μάνδαλον, ελπίζουσα να εύρη ησυχίαν· κ’ αι δύο ευρίσκοντο μετ’ ολίγον ανοικταί εκάστοτε· τούτο διότι και οι ένοικοι ελάμβανον συχνά ανάγκην να εισέλθουν ή να εξέλθουν, και άλλοι εκτός των παιδίων έξωθεν ήρχοντο, συγγενείς ή φίλοι της οικίας. Έκαμε παραστάσεις εις την σεβασμίαν γερόντισσαν, την οικοκυράν, ήτις επανειλημμένως εμάλωνε τα παιδία, όλως αλυσιτελώς. Παρεπονέθη εις δύο γειτόνισσες, μητέρας τινών εκ των θορυβούντων παιδίων. Αυταί της απήντησαν ότι να «κυττάζη τη δουλειά της, και να μην κάμη κουμάντο ‘σε ξένο βίο».
  Κοντά το μεσημέρη, η Γιαννού έστειλε την Κρινιώ στο σπίτι, δια να φέρη ψωμί και φάβα, την οποίαν είχεν είπει ότι θα έβραζεν η Αμέρσα – ήτις είχε πάντοτε τον αργαλειόν της εις το σπίτι, και δεν συνείθιζε να λαμβάνη μέρος εις την πλύσιν και άλλας εξωτερικάς εργασίας – δια να γευματίσουν.
  Η Φραγκογιαννού έμεινε προς ώραν μόνη, εξακολουθούσα να πλύνη. Την ώραν εκείνην υπήρχον εντός της αυλής μόνον δύο ή τρία κοράσια, τα οποία δεν εθορύβουν κι’ αυτά ολιγώτερον από τα παιδία. Αφότου μάλιστα είχεν ιδρυθή εις το χωρίον σχολείον των θηλέων, τα κοράσια είχον μεγάλως ξυπνήσει. Η κυρά δασκάλα πολλά γράμματα δεν τα εδίδασκεν, ακόμη ολιγώτερα χειροτεχνήματα, αλλά μόνον τα εμάνθανε «να λάβουν θάρρος» και να μην κάνουν «σαν σκιασμένα» και σαν «βουνίσια», και εκήρυττεν ότι ήτο καιρός πλέον να «χειραφετηθώσιν».
  Η Φραγκογιαννού τα εμάλωσεν επανειλημμένως, αλλ’ αυτά δεν άκουαν. Το εν μάλιστα θυγάτριον, μόλις επτά ετών, της γειτόνισσας της Προπαντίναςμ η Ξενούλα, άρχισε να περιγελά την γραίαν με μιμικάς κινήσεις των χειρών και του στόματος.
  Στιγμήν τινα, τα δύο άλλα κοράσια έτρεξαν έξω της αυλής, η δε Ξενούλα, μείνασα, έκυπτεν εις το φρέαρ, κ’ εζητούσε, με μίαν βέργαν, να φθάση και ταράξη το νερόν. Έκυπτεν επιμόνως αλλ’ η βέργα ήτο πολύ κοντή και δεν έφθανε.
  - Έ Θεέ μου, και νάπεφτες μέσα, Ξενούλα! Είπε με αλλόκοτον γέλωτα η Φραγκογιαννού. Τι λευθεριλα θάκανες της μάνας σου!
  - Έ! Σε μου, ται νάμπεμπες μπέσα! Εμιμήθη παρωδούσα την φωνήν ξ Ξενούλα! Τσι λελυγιά τσάκαλες τσης μπάμιας σου!
  Είχεν ανασηκωθή ολίγον, και πάλιν έκυψε βαθύτερον ή πριν.
  Το στόμιον του πηγαδιού τετράγωνον ήτο φραγμένον με σανίδας ανίσου πλάτους ώστε αι πλευραί δεν είχον το αυτό ύψος. Η μικρά σανίς, εφ’ ης έκυπτεν η Ξενούλα, ήτο χαμηλοτέρα των άλλων τριών, φθαρμένη, ολισθηρά φαγωμένη από την προστριβήν του σχοινίου του κουβά, δι’ ου ήντλουν ύδωρ, με σκουργιασμένα καρφιά, σάπρα και κινουμένη. Καθώς έσκυψεν η παιδίσκη, εστηρίχθη όλη, με το βάρος του σώματος επί της εριστεράς χειρός, επάνω εις αυτήν την σανίδα, εγλίστρησεν, η σανίς ενέδωκεν, εξεκόλλησεν από την μίαν άκραν, και η Ξενούλα έπεσε κατακέφαλα μέσα εις το χάσκον στόμα του φρέατος. Ηκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, και είτα μέγας πλαταγισμός εις το ύδωρ.
  Η επιφάνεια του νερού ήτο μίαν και ημίσειαν οργυίαν κάτω του στομίου, το δε βάθος του νερού πρέπει να ήτο μιας οργυιάς.
  Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού ηθέλησε να φωνάξη και να τρέξη εις βοήθειαν. Αλλά την μεν κραυγήν της, η ιδία έπνιξεν εις τον λάρυγγα, πριν την εκβάλη, αι δε κινήσεις παρέλυσαν και το σώμα της επάγωσεν. Αλλόκοτος στοχασμός της επήλθεν εις τον νουν. Ιδού ότι μόλις σχεδόν ως αστεϊσμόν είχεν εκφέρει την ευχήν, να έπιπτεν η παιδίσκη μέσα στο πηγάδι, και ιδού έγεινεν! Άρα ο Θεός (ετόλμα να το σκεφθή;) εισήκουσε την ευχήν της, και δεν ήτο ανάγκη να επιβάλη πλέον χείρας, αλλά μόνον ήρκει να ηύχετο και η ευχή της εισηκούετο.
  Μετά μίαν στιγμήν, έλαβεν απόφασιν να έλθη μέχρι του στομίου του φρέατος, να κύψη και να ιδή εις το βάθος. Είδε την αγωνίαν της μικράς κόρης, ασπαιρούσης μέσα εις το νερόν, είπε καθ’ εαυτήν ότι, και αν ήθελε, δεν θα ηδύνατο να την σώση. Αλλά βεβαίως, αν επνίγετο… αυτήν θα κατηγόρουν! Να κράξη τώρα βοήθειαν, ήτο αργά. Αργά ίσως θα ήτο δια να σωθή η μικρά, αλλά πιθανώς δεν θα ήτο αργά δια να δείξη αυτή την αθωότητά της. Και όμως δεν απεφάσισε να κράξη. Καλλίτερον θα ήτο, αν αμέσως το είχε κάμη. Αλλ’ οποία κακή τύχη! Πως την επαίδευεν η αμαρτία! Αν ήτον τώρα η Κρινιώ εδώ, πόσον ευκταίον θα ήτο! Εκείνη βεβαίως θα ήτον ικανή να κατέλθη ξυπόλητη εις το νερόν – διότι το πηγάδι, όπως συνήθως συμβαίνει, είχε πατήματα εις τους εσωτερικούς τοίχους, εσοχάς εντός του κτιρίου των λίθων, αν και ίσως πολύ επικίνδυνους και ολισθηράς – και πιθανόν ήτο να κατώρθωνεν η Κρινιώ να σώση την μικράς κορασία. Τώρα όμως ήτο απελπισία και θάνατος!
  Εις αυτάς τας στιγμάς, η Φραγκογιαννού είχε λησμονήσει την πρώτην ιδέαν της – ότι ο Θεός ηθέλησε να εισακούσθη η ευχή της και να πνιγή η παιδίσκη. Είτα ευθύς πάλιν ο λογισμός ούτος της επανήλθεν εις τον νουν – και ακουσίως εγέλασε πικρόν γέλωτα.
  Εν ριπή οφθαλμού απεφάσισε τι έπρεπε να κάμη.
  «Ας πάω στο σπίτι, είπε μέσα της, θα προφασισθώ, το Κρινιώ αργεί να έλθη – ίσως να μην είν’ έτοιμο το φαΐ – πως πείνασα τάχα πολύ, κ’ επροτίμησα να φάμε όλοι στο σπίτι, για να βγάλω απ’ τον κόπο και το Κρινιώ, να κουβαλά».
  Και εν ακαρεί, αφού ετοποθέτησε την σκάφην με όσα ρούχα είχε μισοπλιμένα ακόμη όπισθεν της καρούτας, εις μέγα ξύλινον αμπάριον, το οποίον εκλείδωσε, κ’ έβαλε το κλειδίον στην τσέπην της, εξήλθε τρέχουσα από την αυλήν, δια της μικράς πύλης, την έκλεισεν έξωθεν εις το μάνδαλον και απήλθεν.

Νεότερη ανάρτηση Παλαιότερη Ανάρτηση Αρχική σελίδα